Μια προσευχή για τα Παλιά Ασήμια

18 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ Ανοίγει την μπαλκονόπορτα και βγαίνει να πάρει καθαρό αέρα, τον καταπιέζουν όλα μέσα στο ευρύχωρο δωμάτιο. Κοιτάει πέρα, μακριά. Στην ουσία δεν βλέπει τίποτα, τα κόκκινα μαλλιά της καλύπτουν το οπτικό του πεδίο. Είναι σίγουρος. Τη θέλει για τους αναστεναγμούς της μέσα στην ομίχλη του βραδινού χαμάμ και για την αθωότη­ τα της μέρας της. Τη θέλει γιατί φοράει μια εσάρπα με ηλίαν­ θους και αυτό το λουλούδι είναι δικό του, μόνο δικό του. Το κουβαλάει μέσα του από όταν ήταν παιδί, από τότε που του είπε ο παππούς για εκείνη. ΟΆλεξ, απόγονος ενός Γιάνκη από τη Βοστόνη που πή­ γε να βρει την τύχη του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κουβαλάει πάνω του όλες τις λαβωματιές του ανθρώπου που πολέμησε για μια μεγάλη ιδέα. Και έχυσε αίμα για μια μεγά­ λη αγάπη. ΟΆλεξ είναι δέσμιος και έρμαιο μαζί ενός παρελ­ θόντος που έχει ζωντανέψει από την ώρα που πάτησε το πόδι στη «γη των ωραίων ίππων», την Καππαδοκία.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=