Μια προσευχή για τα Παλιά Ασήμια

17 Μ Ι Α Π Ρ Ο Σ Ε Υ Χ Η Γ Ι Α Τ Α Π Α Λ Ι Α Α Σ ΗΜ Ι Α άλλο… Αδύνατον, το μυαλό παραμένει κολλημένο εκεί. Ας υπακούσει. Στο κάτω κάτω δικό του το μυαλό, δικό του το σώμα, δικιά του και η καρδιά. Ας τα βάλει μια φορά να συ­ νεργαστούν. Έχουμε και λέμε · τη θέλει δική του για τα μυστικά που πλέουν στην επιφάνεια των ματιών της σαν φθινοπωρινά φύλλα σε ήσυχο ποτάμι. Τι είπες τώρα, μεγάλε! Τραβάει μια ρουφηξιά και χαζεύει το τοπίο χωρίς να το βλέπει όμως. Τη θέλει για τις μνήμες που φωλιάζουν στα κόκκινα μαλλιά της, γι’ αυτό είναι σίγουρος, τα μαλλιά της κρύβουν…όχι κρύβουν, κουβαλάνε παλιά μυστικά. Εντάξει, πιο νορμάλ αυτό… «Πας καλά, αγόρι μου;» φωνάζει κι η φωνή του αντηχεί στους τοίχους από πέτρα, το ίδιο υλικό με το οποίο η φύση δημιούργησε και την Καππαδοκία. Εκείνοι όμως, οι τοίχοι, σε αντίθεση με τον ίδιο, διατηρούν τη μακάρια ηρεμία τους. Κάθεται πάλι στο γραφείο και σημειώνει τις σκέψεις του στο μπλοκάκι με το ασημοποίκιλτο λογότυπο του ξενοδο­ χείου. Πόση περιττή πολυτέλεια… «Τη θέλω για τις αλήθειες που δεν έχουν ψιθυρίσει τα άβαφα χείλη της. Για τις ιστορίες που έχουν ακούσει τα μι­ κρά, ελαφρώς πεταχτά αυτάκια της. Για τα περασμένα που δεν είδε ποτέ, αλλά κολυμπάνε μέσα στα μάτια της. Για τα κόκκινα μαλλιά της που κουβαλάνε τα χάδια του Έλμερ, κι ας μην το ξέρει εκείνη. Τη θέλω για τα φιλιά που μου έχουν περισσέψει και απορούσα τι θα τα έκανα. Τώρα έμαθα, τα περισσευούμενα φιλιά είναι μέσα μου για να καλύψω το κορ­ μί της».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=