Μια προσευχή για τα Παλιά Ασήμια

23 Μ Ι Α Π Ρ Ο Σ Ε Υ Χ Η Γ Ι Α Τ Α Π Α Λ Ι Α Α Σ ΗΜ Ι Α Ποσειδώνα στον ναό του και μετά φεύγει για τις μαρμάρινες κολόνες του Παρθενώνα. Ύστερα χώνεται σε μια πολυσύ­ χναστη πλατεία και, ανηφορίζοντας κάμποσο, παραδίδεται σε μια άσπρη συσκευή που είναι αφημένη σε ένα παλιομο­ δίτικο φερ φορζέ τραπεζάκι στην άκρη ενός κήπου πνιγμένου στα γιασεμιά. Γύρω γύρω οκταώροφες πολυκατοικίες χά­ σκουν σαν τους κακούς δράκους του παραμυθιού, αλλά η Ερωφίλη επιμένει να μη δίνει για αντιπαροχή την πατρική μονοκατοικία στους Αμπελόκηπους. «Πού είχα μείνει;» Γυρνάει με μεγάλο σεβασμό τις κιτρινι­ σμένες σελίδες αν και βιάζεται, το τηλέφωνο συνεχίζει να αναβοσβήνει. «Πού ήμουν… Α ναι, εδώ ! Η Σεβαστή ερω­ τεύεται τον Αμερικάνο και επιστρέφει στην Καισάρεια μαζί με τον πατέρα της…» Ανήσυχο το δάχτυλό της γυρνάει πάλι πίσω στις σελίδες του ημερολογίου, να πιάσει το νήμα της αφήγησης της γιαγιάς Σεβαστής από εκεί που το είχε αφήσει, ενώ το μυαλό της ταξιδεύει στον χρόνο, μια μπρος μια πίσω, με ιλιγγιώδη τα­ χύτητα. Γιατί έγραψε στην Ερωφίλη: «Θα πάω και ό,τι θέλει ας γίνει»; Τι είναι αυτό πάλι και από πού ξεπήδησε · από τις σκέψεις της που μοιάζουν με φύκια στον βυθό καθώς τα πα­ ρασέρνει το βουβό κύμα ; «Θα πάω και ό,τι θέλει ας γίνει»… Θα πάει; Φτάνει σε μια σελίδα όπου είναι ζωγραφισμένο ένα με­ γάλο δένδρο με ένα κορίτσι καθισμένο στη ρίζα του. Στον ουρανό ο ήλιος πάνω σε απαστράπτον άρμα. Μάλιστα. Εδώ είχε σταματήσει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=