Πρωινή γαλήνη
18 ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ αντικατάστασή του – ο μικρός ήταν ο Γιώργος, ο βενιαμίν της οικογένειας, δεκατεσσάρων ακόμα τότε, κάποτε, σύντομα, θα έμπαινε κι αυτός στη δουλειά, μα ο πατέρας είπε συλλογισμέ νος, «Δεν ξέρω, θέλει σκέψη το πράμα», κι όταν το ίδιο μεση μέρι, καθώς δούλευαν, άκουσανπάλι τονβόμβο τωνκινητήρων, ο Δημήτρης προσπάθησε να πνίξει πάλι το λαχτάρισμα μέσα του, μα δεν άντεξε, τα παράτησε όλα κι ας φώναζε ο πατέρας. Για λίγο, το φως της ημέρας τον τύφλωσε, και όλο αυτό ήταν τόσο ζεστό, τόσο φωτεινό, τόσο απολαυστικό, τίποτε άλλο δεν υπήρχε, αυτός ο εύφορος μα κλειστός τόπος ολόγυρά του είχε σωπάσει και είχε χαθεί, οι άνδρες που δούλευαν με τα χέρια τους και οι άνδρες που ψήνονταν στα χωράφια τους και οι γυ ναίκες που μάζευαν χόρτα και άπλωναν μπουγάδες, κανένας δεν υπήρχε, ήταν πολύ μακριά απ’ όλα αυτά, κουρασμένος, μπουχτισμένος από αυτή την κλεισούρα ολόγυρα, μερικές δε κάδες μέτρα να χωρίζουν το πατρικό, το κτήμα ή το μαγαζί, το καφενείο και, στο τέλος, το νεκροταφείο, αυτή να είναι όλη σου η ζωή, κι αυτός ο πατέρας του να φτάσει ως την Αμερική για να γυρίσει και να βαρύνει και να πεθάνει βαρύς και ασήκωτος εδώ χάμω· όχι, κανένας δεν κοιτούσε ψηλά, κανένας δεν σή κωνε το βλέμμα ψηλά παρά μόνον αυτός, ειδικά όταν ο ιπτά μενος χειριστής του αναγνωριστικού, έτσι καθώς περνούσε σε χαμηλή πτήση πάνω απ’ την πόλη και είχε ανοιχτή την καλύ πτρα, έβγαλε το χέρι του και χαιρέτησε τον κόσμο από κάτω. ΟΔημήτρης ήταν σίγουρος πως ο χαιρετισμός απευθυνόταν αποκλειστικά σ’ εκείνον και σήκωσε κι αυτός το χέρι του αντα ποδίδοντας ενθουσιασμένος. Στον ύπνο του έβλεπε ότι πετούσε. Ονειρευόταν εναέριες πτήσεις μέσα σε νέφη διάτρητα από τις ακτίνες του ήλιου, μα κι όταν ξυπνούσε, νωρίς, με το λυκαυγές, στο άκουσμα του μονότονου βόμβου της έλικας –που στ’ αυτιά του ήταν η πιο γλυκιά μελωδία–, στη θέα των αεροπλάνων που πετούσαν πάνω από την πόλη με τους καταρράκτες κατευθυνόμενα προς το Βέρμιο, φανταζόταν ότι βρίσκεται μέσα σ’ ένα από αυτά τα ελικοφόρα αναγνωριστικά· φανταζόταν ότι το επόμενο βήμα του θα ήταν το τ λευταίο πάνω στη γη. Το όνειρο είχε απλώσει ρίζες βαθιά μέσα του από πολύ νωρίς, όμως ήταν λες και η γη δεν τον άφηνε να πετάξει. ” C M Y CM MY CY CMY K
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=