Πριν χαθούν τα πουλιά
Π Ρ Ι Ν Χ Α Θ Ο Υ Ν Τ Α Π Ο Υ Λ Ι Α 21 Α. Μου φεύγει η ψυχή, τη ρουφάνε οι πόροι μου. Το κρύο είναι γνώριμο και βάναυσο. Για μια στιγμή με αρπάζει και με βάζει με το στανιό σ’ ένα κελί, το βαμμένο πέτρινο κελί που γνωρίζω σαν εραστή, γιατί πέρασα τέσσερα χρόνια εκεί μέσα, κι επειδή το κρύο με γυρίζει εκεί όπου πέρασα πάρα πολλά πολύτιμα δευτερόλεπτα θέλοντας να πεθάνω, να τελειώνουν όλα, αυτή τη στιγμή, δεν μπορώ να περιμένω άλλο, δεν υπάρχει κομμάτι του εαυτού μου που να μην είναι τελειωμένο… Η διαύγεια επανέρχεται με μια γροθιά στα πνευμόνια. Κουνήσου, διατάζω τον εαυτό μου. Πάντα τα κατάφερνα κα λά στο κρύο – παλιότερα κολυμπούσα στην παγωμένη θάλασ σα δυο φορές τη μέρα, μα έχει περάσει τόσος καιρός από τότε, ώστε έχω ξεχάσει πώς είναι, μαλάκωσα. Κλοτσάω τις μουσκε μένες στρώσεις των ρούχων μου για να πλησιάσω το ογκώδες σώμα κάτω. Έχει κλειστά τα μάτια του και κάθεται στον βυθό του φιόρδ ακίνητος, μ’ έναν τρόπο που με αγχώνει. Τα χέρια μου απλώνονται αργά για να κυκλώσουν τις μα σχάλες του. Τινάζομαι από τον βυθό και τον βγάζω στην επιφάνεια με μια τεράστια ανάσα. Τώρα αρχίζει να κινείται, παίρνει μια βαθιά εισπνοή και κολυμπάει έχοντάς με στα μπράτσα του, λες και μ’ έσωσε εκείνος κι όχι το αντίθετο και πώς έγινε αυτό, διάολε; «Τι κάνεις εκεί;» ρωτάει κοντανασαίνοντας. Για μια στιγμή δεν μπορώ ν’ αρθρώσω λέξη · κρυώνω τόσο ώστε πονάω ολόκληρη. «Πνιγόσουν». «Έκανα μια βουτιά για να ξεμεθύσω!» «Τι; Όχι, εσύ…» Σέρνομαι λίγο πιο πάνω στην ακτή. Αρ
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=