Πριν χαθούν τα πουλιά
Π Ρ Ι Ν Χ Α Θ Ο Υ Ν Τ Α Π Ο Υ Λ Ι Α 19 ριστώ, κούκλα μου». Είναι Αμερικανός κι η φωνή του ακού γεται σαν βαθιά κι απόμακρη βροντή που ολοένα πλησιάζει. «Μη με αποκαλείς κούκλα σου» τον μαλώνω ήπια και του ρίχνω μια κλεφτή ματιά για να τον περιεργαστώ καλύτερα. Κάτω από τα μαύρα μαλλιά που έχουν αρχίσει ν’ ασπρίζουν και την πυκνή, μαύρη γενειάδα μοιάζει σχεδόν πενηντάρης κι όχι εξηντάρης όπως φάνηκε στην αρχή. Ρυτίδες ζώνουν τα ανοιχτόχρωμα μάτια του. Είναι ψηλός και σκυφτός, σαν να πέρασε μια ζωή πασχίζοντας να μην είναι. Όλα πάνω του είναι μεγάλα. Μεγάλα χέρια και πόδια, ώμοι και στέρνο, μύτη και κοιλιά. Παραπατάει λίγο. «Θες βοήθεια να πας κάπου;» Η ερώτησή μου τον κάνει να χαμογελάσει πάλι. Μου ανοίγει την πόρτα, την κρατάει κι έπειτα την κλείνει ανάμε σά μας. Στον μικρό προθάλαμο βγάζω το μπουφάν, το κασκόλ, το σκουφί και τα γάντια μου και τα κρεμάω έτσι ώστε να είναι έτοιμα όταν θα φύγω. Σ’ αυτές τις χιονισμένες χώρες, υπάρχει ένα τελετουργικό στην αφαίρεση των ζεστών ρούχων. Μέσα στην πολυκοσμία του μπαρ, μια γυναίκα παίζει στο πιάνο χαλαρωτική μουσική και η φωτιά τρίζει στο κεντρικό τζάκι. Άντρες και γυναίκες είναι σκορπισμένοι στα τραπέζια και στους καναπέδες κάτω από το ψηλό ταβάνι και τα βαριά ξύλι να δοκάρια, και στη γωνία κάμποσα παλικάρια παίζουν μπι λιάρδο. Είναι η πιο μοντέρνα από τις περισσότερες, αναμφι σβήτητα γοητευτικές, παμπ που έχω πάει από τότε που έφτα σα στη Γροιλανδία. Παραγγέλνω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και πηγαίνω στα ψηλά σκαμνιά κοντά στο παράθυρο. Από
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=