Πριν χαθούν τα πουλιά

C H A R L O T T E M c C O N A G H Y 18 να πλέουν στο φιόρδ και δεν μπορώ να πάψω να σκέφτομαι το γλαρόνι, την καρδιά του που χτυπούσε μέσα στην παλά­ μη μου. Νιώθω ακόμη το μονότονο πατ , πατ , πατ και, όταν πιέζω το χέρι μου στο στήθος μου, φαντάζομαι τους παλ­ μούς μας συγχρονισμένους. Αυτό που δεν νιώθω είναι η μύ­ τη μου κι έτσι κατευθύνομαι προς το μπαρ. Είμαι πρόθυμη να στοιχηματίσω ό,τι έχω και δεν έχω (που σ’ αυτή τη φάση δεν είναι και πολλά) πως αν υπάρχει αλιευτικό αγκυροβολη­ μένο στο λιμάνι, οι ναυτικοί του θα περνάνε πίνοντας κάθε ώρα και στιγμή που δεν κοιμούνται. Ο ήλιος λάμπει ακόμη παρόλο που είναι τόσο αργά – δεν πρόκειται να δύσει καθόλου καταμεσής του καλοκαιριού. Μαζί με μια ντουζίνα μισοκοιμισμένα σκυλιά δεμένα σε σω­ λήνες έξω από το μπαρ είναι κι ένας γέρος γερμένος στον τοίχο. Σίγουρα ντόπιος, δεδομένου ότι δεν φοράει μπουφάν πάνω από το μπλουζάκι του. Κρυώνω και μόνο που τον βλέ­ πω. Καθώς πλησιάζω, διακρίνω κάτι στο χώμα, σκύβω και μαζεύω ένα πορτοφόλι. «Δικό σου είναι αυτό;» Μερικά από τα σκυλιά ξυπνάνε και με περιεργάζονται με βλέμμα ανεξιχνίαστο. Ο άντρας κάνει το ίδιο και συνειδητο­ ποιώ ότι είναι τύφλα στο μεθύσι κι όχι τόσο γέρος όσο νόμι­ ζα. «Uteqquissinnaaviuk;» «Ε… συγγνώμη. Εγώ απλώς…» Του τείνω πάλι το πορτο­ φόλι. Το βλέπει και σκάει ένα χαμόγελο. Η ζεστασιά του είναι απίστευτη. «Αγγλικά, λοιπόν;» Γνέφω καταφατικά. Παίρνει το πορτοφόλι και το χώνει στην τσέπη του. «Ευχα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=