Pretties

μένος δίσκος αγκομαχούσε στον αέρα κι οι ανυψωτήρες του έτρεμαν σαν μικρούλια την πρώτη τους ημέρα στο σχολείο. «Ε, Σέι; Μπαλόνια θα ντυθούμε;» Η Σέι γέλασε. «Όχι, αλλά ακουγόσουν πεσμένη. Κι απόψε πρέπει να είσαι σαμπανιζάτη. Θα έρθουν όλοι οι Κακοποιοί να ψηφίσουν για να γίνεις μέλος». «Ωραία, σαμπανιζάτα». Η Τάλι αναστέναξε καθώς έπαιρνε από τον δίσκο έναν ντοματοχυμό. Με την πρώτη γουλιά κα- τσούφιασε. «Θέλει κι άλλο αλάτι». «Κανένα πρόβλημα» είπε η Σέι. Πήρε λίγο χαβιάρι από τη γαρνιτούρα μιας ομελέτας και το έριξε μέσα. «Οχ, τώρα θα βρομάει ψαρίλα!» «Το χαβιάρι πάει με όλα». Η Σέι πήρε άλλη μία κουταλιά χαβιάρι και την έβαλε στο στόμα της, κλείνοντας τα μάτια της καθώς μασούσε τα μικροσκοπικά αυγά. Έστριψε το δαχτυλίδι της για να παίξει μουσική. Η Τάλι κατάπιε κι ήπιε άλλο λίγο χυμό, οπότε σταμάτησε να γυρίζει το δωμάτιο. Τα σουφλέ σοκολάτας είχαν αρχίσει να μυρίζουν ωραία. Μετά θα περνούσε στις τηγανητές πατάτες. Μετά στην ομελέτα · μπορεί να δοκίμαζε και το χαβιάρι. Το πρωινό ήταν το γεύμα που την έκανε να αισθάνεται πιο έντο- να ότι έπρεπε ν’ αποζημιωθεί για τον χρόνο που είχε χάσει στην άγρια φύση. Ένα γερό πρωινό την έκανε να νιώθει ότι είχε ανακτήσει τον έλεγχο, λες κι ένας καταιγισμός γεύσεων της πόλης θα έσβηνε τη γεύση των μαγειρευτών φαγητών και του Σπάγκμπολ. Η μουσική ήταν καινούρια κι έκανε την καρδιά της να χτυπήσει πιο γρήγορα. «Σ’ ευχαριστώ, Σέι-λα. Μου σώζεις τη ζωή». [ 11 ]

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=