Πρελούδιο θανάτου

6 A R N E D A H L ντομης ανάπαυλας, κατάμαυρoς στην όψη. Ίσως η οργή να επισκίασε τη λογική μου εκείνο το λεπτό που χώριζε τη ζωή από τον θάνατο. Ίσως να υπάρχει ένας λεπτός ντετερμινισμός ενσωματωμένος στις ενσωματωμένες προκαταλήψεις της γλώσσας. Πόσο γοργά έτρεχαν οι σκέψεις όταν γίνονταν ορατές οι πύλες του Άδη. Αν και αυτά τα σκέφτηκε για πρώτη φορά σαράντα πέντε δευτερόλεπτα μετά. Τώρα τέντωσε λίγο τον λαιμό του. Κατά- μαυρος, σκέφτηκε. Μαύρος σαν πίσσα, σκέφτηκε. Σαν την κουρούνα, σαν το μελάνι. Έφυγε από τον καθρέφτη στον τοίχο –από το μοναδικό στολίδι του έρημου διαμερίσματος– και πήγε στην κουζίνα. Κόκκοι σκόνης φαίνονταν να περιδινούνται στο θαμπό φως του όψιμου καλοκαιριού, καθώς φιλτράρονταν μέσα από τα άπλυτα τζάμια των παραθυριών του μικρού διαμερίσματος. Στην άκρη του τραπεζιού της κουζίνας, σε ανησυχητική απόσταση από τον δεξή αγκώνα του Σεμπένε, τον αγκώνα που κινούνταν ασταμάτητα, υπήρχε ένα παλιακό ξυπνητήρι και οι χτύποι του ακούγονταν αφύσικα δυνατοί. Τικ τακ. Τικ τακ. Ή μήπως αυτό το κατάλαβε για πρώτη φορά σαράντα δευτερόλεπτα αργότερα; Πιθανόν. Εκεί κάθονταν όλοι τους, κατάμαυροι στην όψη, με ζω- γραφισμένη τη χαλαρότητα του απογεύματος στο πρόσωπο. Μόνον ο Σεμπένε ήταν ο συνήθης ενεργητικός εαυτός του. Μιλούσε δυνατά και έντονα. Τέσσερις φορές άγγιξε ο αγκώ- νας του το ξυπνητήρι, που γλιστρούσε σιγά σιγά, πλησιάζο- ντας όλο και περισσότερο στην άκρη του τραπεζιού. Μα δεν είναι αυτό το τικ τακ πολύ δυνατό; Και ο Σεμπένε, παρόλο που σχεδόν φώναζε, δεν μπορούσε να ακούσει την ίδια του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=