Πράκτορας δίχως άδεια 2: Η τελευταία στιγμή

[ 11 ] νεροχύτη. ΟΚίερον κατέβασε τα πόδια, σηκώθηκε νιώθοντας μια μικρή ζαλάδα και πήγε εκεί όπου η Μαρία περίμενε με την παλάμη ήδη ανοιχτή. Ψαχούλεψε στην τσέπη του για τα λεφτά που είχε μαζέψει με κόπο, απ’ το χαρτζιλίκι που του έδινε η μητέρα του, και της τα έδωσε. Ήταν πολλά, όμως τα ’θελε πολύ καιρό αυτά τα σκουλαρίκια. Μόλις βγήκε έξω, τον χτύπησε ο δροσερός αέρας. Στο μέτωπό του ένιωσε στάλες ιδρώτα. «Λοιπόν, πώς σου φαίνονται;» ρώτησε πλησιάζοντας τον Σαμ. Ο φίλος του συνοφρυώθηκε. «Σόρι, είπες κάτι;» «Κόφ’ την πλάκα, ξέρω ότι με άκουσες». Ο Σαμ χαμογέλασε. «’Ντάξει, ναι. Βασικά δείχνουν μια χαρά. Καλύτερα απ’ ό,τι φανταζόμουν. Πώς λες να φανούνε στη μάνα σου;» «Το ερώτημα είναι πόσος καιρός θα περάσει μέχρι να το πάρει είδηση». Ο Κίερον διέκρινε την πικρία στα ίδια του τα λόγια και μίσησε τον εαυτό του. «Ακόμη βαράει υπερωρίες;» ρώτησε ο Σαμ. «Όσο περισσότερες βάρδιες μπορεί. Έπειτα ξοδεύει τα χρήματα που βγάζει απ’ τις υπερωρίες για να μου κάνει δώ- ρα, επειδή νιώθει ενοχές για τις υπερωρίες. Πώς τη λένε εκείνη τη φράση – “φαύλος κύκλος”; Ε, σ’ έναν τέτοιον εί- μαστε κολλημένοι». Ο Σαμ έγνεψε με το κεφάλι. Κοίταξε πάλι το τρυπημένο χείλος του Κίερον. «Η αδερφή μου μου ’πε για έναν τύπο που της φέρανε στα Επείγοντα. Είχε τρύπες σαν τις δικές σου, μόνο που εκείνος είχε ήδη αλλάξει τα καρφάκια με σκουλα- ρίκια. Φαίνεται πως, όταν έτρωγε βραδινό, το πιρούνι πιά-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=