Πράκτορας δίχως άδεια 2: Η τελευταία στιγμή
[ 10 ] ένιωσε έναν οξύ πόνο κι ένα τράβηγμα, κι έπειτα αισθάνθηκε μερικές ακόμα κινήσεις καθώς ο άντρας αφαιρούσε τη λαβί- δα. Ετοιμάστηκε να νιώσει ακόμα μεγαλύτερο πόνο με το τράβηγμα της βελόνας, όμως ίσα που το κατάλαβε. Ίσως το πανάκι με το αντισηπτικό να είχε και λίγο αναισθητικό, που μόλις είχε αρχίσει να επιδρά. Άρχισε να νιώθει έναν μουντό πόνο, ενώ ο άντρας έγειρε πίσω και επιθεώρησε το έργο του. «Άψογα. Είσαι εντάξει; Δε θα λιποθυμήσεις ε;» Ο Κίερον κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Του φάνηκε πως γευόταν αίμα, όμως δεν ήταν σίγουρος. «Έτοιμος για το επόμενο;» Έγνεψε καταφατικά. Πάλι του έπιασε με τη λαβίδα το χείλος, αυτή τη φορά όμως δεν ένιωσε καν τη βελόνα να μπαίνει, πόσο μάλλον να βγαίνει. Καθώς ο άντρας ξανάφησε τη λαβίδα στον πάγκο, ο Κίερον άγγιξε τα καρφάκια με τη γλώσσα του – πρώτα αριστερά και μετά δεξιά. Όταν η άκρη της γλώσσας του συνάντησε το ψυχρό μέταλλο, ένιωσε ένα μικρό τίναγμα, σαν πολύ ελαφριά ηλεκτρική εκκένωση. Κού- νησε δοκιμαστικά τα χείλη και το σαγόνι του. Τα καρφάκια είχαν τοποθετηθεί σκοπίμως πιο ψηλά, ώστε να μη χτυπάνε πάνω στα δόντια του, εκτός αν το έκανε επίτηδες με το κάτω χείλος του. «Τελειώσαμε. Μη φας και μην πιεις τίποτα για την επό- μενη μισή ώρα. Ξαναέλα σε δυο εβδομάδες να σου αντικα- ταστήσω τα καρφάκια με σκουλαρίκια. Όλα είναι ήδη μέσα στην τιμή. Και μια που το λέμε, πλήρωσε, σε παρακαλώ, την αξιαγάπητη Μαρία καθώς βγαίνεις – τριάντα λίρες, πα- ρακαλώ». Σηκώθηκε, προσπέρασε τον Κίερον και πήγε σ’ έναν μικρό
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=