Πράκτορας δίχως άδεια 2: Η τελευταία στιγμή

[ 25 ] κρεμασμένο ένα σακίδιο και πίσω της έσερνε μια μικρή, σκληρή βαλίτσα με ροδάκια. Ήρθε και στάθηκε μπροστά του. Η γωνία του στόματός της σχημάτισε ένα μικρό μειδίαμα. Ήθελε να της πει κάτι βαρυσήμαντο, κάτι ουσιώδες, όμως τίποτα δεν του ερχόταν στο μυαλό. Ένα απλό «γεια» δεν έκα- νε για μια τέτοια περίσταση. Αντ’ αυτού, έπιασε τον εαυτό του ν’ ανασύρει κάτι από τα μισοξεχασμένα μαθήματα αγ- γλικών και είπε: «Κακό συναπάντημα στο σεληνόφως, πε- ρήφανη Τιτάνια». Τι; Δεν μπορούσε να πιστέψει τι είχε ξεστομίσει, και προς μεγάλη του φρίκη είδε την Μπεξ να τον κοιτάζει καλά καλά. Τι είχε κάνει ο ανόητος; Έπειτα όμως τη θέση εκείνης της έκφρασης πήρε ένα πλατύ χαμόγελο. «Πώς! Ο ζηλιάρης Όμπερον!» αποκρίθηκε εκείνη. «Νεράιδες, σκορπίστε ευ- θύς! * » Ύστερα από τόσο καιρό που άκουγε τη φωνή της μέσα από τ’ ακουστικό με υπόβαθρο τα παράσιτα, έμεινε έκπλη- κτος από το πόσο βαθιά και ζεστή ήταν. Ο Κίερον πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν τα είχε θαλασσώσει! Ο Σαμ, που στεκόταν δίπλα του, έσμιξε τα φρύδια προβλη- ματισμένος. «Μιλάτε με κάποιου είδους κώδικα;» ρώτησε. «Απλά σπάμε τον πάγο» είπε η Μπεξ, βγάζοντας τα γυα- λιά και το μικροσκοπικό ακουστικό της. Δίχως να γνωρίζει αν η επόμενη φυσιολογική κίνηση ήταν μια χειραψία, ο Κίερον της έτεινε αμήχανα το χέρι. Αντ’ αυ- τού, εκείνη έκανε ξαφνικά ένα βήμα μπροστά, αφήνοντας * Ο διάλογος είναι από την πρώτη σκηνή στο Όνειρο θερινής νυκτός του Σαίξπηρ, όπου συναντιούνται οι δύο τσακωμένοι βασιλείς των Ξωτικών και των Νε- ράιδων, ο Όμπερον και η Τιτάνια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=