Πράκτορας δίχως άδεια 2: Η τελευταία στιγμή

[ 23 ] νεοαφιχθέντων κι εκείνων που τους περίμεναν. Κάθε τόσο άκουγε τσιρίδες ενθουσιασμού από ανθρώπους που συνα- ντιόνταν για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια. Με την άκρη του ματιού του είδε έναν νεαρό που χοροπήδαγε ανυπόμονα από το ένα πόδι στο άλλο, καθώς σάρωνε με το βλέμμα του όσους έμπαιναν στην αίθουσα. Είδε μια κοπέλα με ασιατικά χαρακτηριστικά να μπαίνει από το άνοιγμα. Μόλις είδε τον νεαρό κι άρχισαν να τρέχουν ο ένας προς τον άλλο, η έκφρα- ση λατρείας στα πρόσωπά τους του έδωσε μια μικρή σουβλιά στην καρδιά. Άραγε θα ένιωθε ποτέ κανείς έτσι και για αυτόν; «Λες να μας πάρει τίποτα από τα duty-free;» ρώτησε ο Σαμ. «Τι;» «ΗΜπεξ. Μέχρι να φτάσει σε εμάς θα πρέπει να περάσει δίπλα απ’ όλα αυτά τα ποτά. Μήπως να της έλεγες να μας πάρει ένα μπουκάλι αμαρέτο; Θέλω να πω, κάτι δεν πρέπει να κερδίσουμε κι εμείς που σώσαμε τον κόσμο;» Ο Κίερον κούνησε το κεφάλι, σαν να μην μπορούσε να πιστέψει αυτό που άκουγε. «Αν μπορούσες δηλαδή να ζητή- σεις οτιδήποτε, θα ζήταγες αυτό; Αμαρέτο;» «Ναι, γιατί; Έχει γεύση αμυγδαλόπαστας. Μ’ αρέσει η αμυγδαλόπαστα». « Δεν πρόκειται να της ζητήσω να μας πάρει ποτά, αλλά, αν το έκανα, θα ήταν κάτι πιο ψαγμένο από αμαρέτο». Σκέ- φτηκε τι θα μπορούσε να πίνει μια ανεξάρτητη πράκτορας που δούλευε για τη MI6. « Ίσως ένα ουίσκι δέκα ετών και μονής απόσταξης». Ο Σαμ ρουθούνισε. «Δε θα μπορούσες να ξεχωρίσεις το καλό ουίσκι απ’ αυτά τα ανάμεικτα που πουλάνε στα βενζι- νάδικα».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=