Πράκτορας δίχως άδεια 2: Η τελευταία στιγμή

[ 22 ] λοιπα λόγια της πνίγηκαν από τον ήχο εκατοντάδων ανθρώ- πων να προσπαθούν ταυτόχρονα να σηκωθούν και ν’ ανοίξουν τα ντουλαπάκια χειραποσκευών από πάνω τους. «…Μπράντλεϊ;» μισοάκουσε ο Κίερον μια ερώτηση της Μπεξ. «Συγγνώμη, δεν άκουσα τι είπες». Μίλησε πιο δυνατά, για ν’ ακουστεί μέσα στον σαματά της καμπίνας του αεροπλάνου: «ΟΜπράντλεϊ, λέω, πώς είναι;». «Είναι… ΟΚ». «Απλά ΟΚ;» Άκουγε την ανησυχία στη φωνή της. «Πονοκέφαλοι, λίγο θολή όραση, α… και φυσικά οι λιπο- θυμίες». «Πρέπει να τον δω άμεσα». Τώρα η Μπεξ είχε σηκωθεί και στριμωχνόταν ανάμεσα σε άλλους επιβάτες για να βγει από το αεροπλάνο όσο το δυνατόν πιο σύντομα. «Το φανταστήκαμε ότι αυτό θα ήθελες. Με το μετρό θέ- λουμε είκοσι πέντε λεπτά να επιστρέψουμε στην πόλη, κι ύστερα άλλα σαράντα πέντε λεπτά με το λεωφορείο μέχρι το διαμέρισμα της αδερφής του Σαμ. Δεν μπορούμε να χρησι- μοποιήσουμε το τζιπ» πρόσθεσε απολογητικά. «Αν πιάσουνε τον Σαμ να το οδηγεί, θα βρούμε σοβαρό μπελά». «Δε σκοπεύω να πάρω ούτε το μετρό ούτε το λεωφορείο» είπε αποφασιστικά η Μπεξ, βγαίνοντας από το σκάφος στη φυσούνα που το συνέδεε με το κτίριο του αεροδρομίου. «Θα νοικιάσω ένα αμάξι – ένα που να μην τραβάει την προσοχή». «Α» είπε ο Κίερον. Αυτό δεν του είχε περάσει απ’ το μυα- λό. « Ίσως έπρεπε να μην είχαμε βγάλει εισιτήρια μετ’ επι- στροφής». Πλησίασε μαζί με τον Σαμ το διαχωριστικό μεταξύ των

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=