Πράκτορας δίχως άδεια 2: Η τελευταία στιγμή

[ 16 ] Μπράντλεϊ, όμως εξακολουθεί να μην έχει ιδέα τι δουλειά κάνει». Ο Κίερον πείραξε πάλι με τη γλώσσα του το δεξί καρφάκι, συνεπαρμένος από την αίσθηση ενός ξένου σώμα- τος στο στόμα του. Είχε την εντύπωση πως ήταν τεράστιο, σαν μπιζέλι, όμως ήξερε πως απλά τον ξεγελούσε η ευαισθη- σία της γλώσσας του. «Πότε φτάνει η πτήση της Μπεξ;» ρώτησε ο Σαμ. «Γύρω στις πέντε το απόγευμα». Ο Κίερον έλεγξε το ρολόι του. «Πρέπει να πηγαίνουμε». Ο Σαμ τον κοίταξε χαμογελώντας. «Πώς λες να φανούν στην Μπεξ τα σκουλαρίκια σου;» «Σου ’πα πως δεν τα ’βαλα για αυτή» είπε βιαστικά ο Κίερον. «Είσαι σίγουρος;» «Τα έβαλα επειδή ταήθελα εγώ !Μη γελάς, ρε, αλήθεια λέω!» Η αλήθεια ήταν πως ο Κίερον ένιωθε μεγαλύτερη νευρι- κότητα για την επερχόμενη συνάντησή τους απ’ ό,τι ήθελε να παραδεχτεί. Είχαν μοιραστεί πάρα πολλά, τόσο έντονα πράγματα και σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, όμως δεν είχε δει ποτέ το πρόσωπό της και από πάρα πολλές απόψεις ήταν τελείως ξένοι μεταξύ τους. «Πάμε πρώτα να πάρουμε μιλκσέικ, να θυμηθούμε τα παλιά;» ρώτησε ο Σαμ χτυπώντας τον φιλικά στο μπράτσο. Ο Κίερον χαμογέλασε. «Γιατί όχι;» Πήραν τα μιλκσέικ τους και βγήκαν από το εμπορικό κέ- ντρο, με κατεύθυνση τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό του Νιουκάσλ. Η διαδρομή του μετρό μέχρι το αεροδρόμιο κρατούσε κάτι λιγότερο από μισή ώρα. Κάποιοι από τους επιβάτες τούς έριχναν περίεργα βλέμματα. Φαίνεται πως δύο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=