Πράκτορας δίχως άδεια: Η τελευταία ελπίδα

[ 10 ] μια τον Κίερον και τον Σαμ. Μία από τις ηλικιωμένες κυρίες άρχισε να βγάζει ήχους αποδοκιμασίας. «Ρε, δεν πάτε να…» φώναξε ο Σαμ σφίγγοντας τα μπράτσα της καρέκλας του και κάνοντας να σηκωθεί. Ο Κίερον τον άρπαξε απ’ την μπλούζα και τον τράβηξε για να ξανακαθίσει. «Μην τους δίνεις την ικανοποίηση». Ο Σαμ σωριάστηκε βαριά στην καρέκλα και σταύρωσε αμυ- ντικά τα χέρια στο στήθος του, σφίγγοντας τους αγκώνες με τις παλάμες. «Θα τους κανόνιζα – ή νομίζεις πως δεν μπορώ;» «Είμαι βέβαιος πως θα τους κανόνιζες, αλλά μας παρα- κολουθούν οι ναζί του εμπορικού». Πράγματι, ένας ογκώδης φύλακας με στολή είχε αρχίσει να πλησιάζει τα έφηβα αγρί- μια. «Τότε γιατί δεν κάνουν αυτοί κάτι;» «Σ’ ελεύθερη χώρα ζούμε – κατά τα φαινόμενα τουλάχι- στον». Τώρα ο Σαμ έτριβε τους πήχεις των χεριών του. Ο Κίερον είχε δει τις λεπτές κόκκινες ουλές στο λευκό του δέρμα, αλ- λά ποτέ δεν το είχε σχολιάσει. Δεν υπήρχε λόγος. Ο Σαμ ήξερε πως ήξερε κι αν ήθελε να του μιλήσει γι’ αυτό, θα το έκανε μόνος του. «Ναι, μια χώρα όπου καθένας είναι ελεύθερος να προ- σβάλλει και να καταπιέζει όποιον δεν ανήκει στη νόρμα» μουρμούρισε. «Το ’χω σιχαθεί. Στην τελική δε θα μ’ ένοιαζε, αλλά δεν μπορούν ούτε να ξεχωρίσουν τους emo απ’ τους σκριμάδες * ». * Σκριμάς είναι κοινά χρησιμοποιούμενος αγγλισμός γι’ αυτούς που ακούν σκρίμο μουσική.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=