Πράκτορας δίχως άδεια: Η τελευταία ελπίδα

[ 20 ] Ο Κίερον ένιωσε παγιδευμένος μεταξύ δύο επιλογών: Είτε θα ορμούσε στο πάρκινγκ να βοηθήσει τον αναίσθητο άντρα είτε θα αγνοούσε όσα είχε δει και θα ’φευγε. Το να κάθεται κρυμμένος εκεί πέρα, κρυφοκοιτάζοντας μέσα από τη χαραμάδα της πόρτας, του φαινόταν λάθος . Έπρεπε να πάρει μια απόφαση, όμως, αν δοκίμαζε να επέμβει, οι δύο ξανθοί άντρες πιθανότατα θα τον έκαναν μερίδες. Έτσι, πα- ρέμεινε στη θέση του παρακολουθώντας και βρίζοντας τον εαυτό του που ήταν δειλός, καθώς οι δύο άντρες πέταξαν τον αιχμάλωτό τους στο πίσω μέρος του βαν, έκλεισαν την πόρτα, έριξαν μια τελευταία ματιά μήπως τους παρακολου- θούσε κανείς, κι ύστερα μπήκαν μέσα, βάζοντας μπρος τη μηχανή. Καθώς το βανάκι ξεπάρκαρε κι άρχισε ν’ απομακρύνεται, ο Κίερον άνοιξε την πόρτα και βγήκε στη διαγραμμισμένη περιοχή όπου ήταν οι σκάλες και τ’ ασανσέρ. Παρακολούθη- σε το βανάκι να προχωράει αργά κατά μήκος μιας σειράς αυτοκινήτων, να στρίβει στο τέρμα προσπερνώντας τη ράμπα που οδηγούσε στο επίπεδο της Καμήλας, της Πάπιας και του Χελιού, κι ύστερα να κατευθύνεται προς τη ράμπα που οδη- γούσε στο επίπεδο της Αντιλόπης και τελικά στην επιφάνεια. Καθώς το βανάκι έστριβε στη ράμπα, ο Κίερον μπόρεσε να διακρίνει καθαρά την πινακίδα του. Έβγαλε ένα ταλαιπωρη- μένο μαρκαδοράκι απ’ την τσέπη του τζιν του κι έγραψε τον αριθμό στη μέσα μεριά του πήχη του. Δεν ήταν σίγουρος γιατί, όμως του φάνηκε καλή ιδέα. Αν αναφερόταν ποτέ το περιστατικό στην αστυνομία, ίσως ήταν μια πληροφορία που θα τους ενδιέφερε. Όχι πως υπήρχε δηλαδή κανείς να το αναφέρει – πέρα από

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=