Πώς ο Ιγνάτιος Καραθοδωρής έχασε τα πάντα

ΠΏΣ Ο ΙΓΝΆΤΙΟΣ ΚΑΡΑΘΟΔΩΡΉΣ ΈΧΑΣΕ ΤΑ ΠΆΝΤΑ 11 μπήκε στον κόπο να πάει. Τους έβλεπε πολύ σπάνια κι όποτε μιλούσε γι’ αυτούς, παλιόγερους τους ανέβαζε, σκα­ τόγερους τους κατέβαζε. Η μαμά μου ήταν πεπεισμένη ότι επρόκειτο για φρικτά άτομα. Δεν είχε ποτέ ιδιαίτερες επα­ φές μαζί τους, αλλά επέμενε ότι είχαν υπάρξει «αφάνταστα σκληροί με τον Θανάση». Βέβαια, όταν ρώταγα τι του είχαν κάνει, δεν μου έδινε ποτέ σοβαρή απάντηση, παρά μόνο το κλασικό «θα μου επιτρέψεις να γνωρίζω κάποια πράγ­ ματα καλύτερα από σένα». Χαίρω πολύ. Εν πάση περιπτώσει, το ένα πράγμα έφερε το άλλο και οι γονείς μου παντρεύτηκαν. H μητέρα μου ήταν είκοσι τέσσερα, ο πατέρας μου είκοσι οχτώ. Λίγο μετά, με ένα μικρό δάνειο από τους γονείς της (που, απ’ ό,τι ξέρω, δεν ήταν ούτε τόσο μικρό αλλά ούτε και τόσο δάνειο) ο πατέ­ ρας μου άνοιξε τον πρώτο Γλυκούλη στη γωνία Μακεδο­ νίας και Δημοκρίτου. Ήταν ένα μαγαζί με καλτσόνε που γνώρισε αμέσως ανέλπιστη τοπική επιτυχία. Κανείς δεν περίμενε ότι στους Κομοτηναίους θα άρεσαν τόσο πολύ τα καλτσόνε, να όμως που τους άρεσαν. Ωστόσο, τα καλτσόνε του Γλυκούλη δεν άρεσαν μόνο στους ντόπιους. Αν ρωτή­ σει κανείς τον πατέρα μου, θα μάθει ότι ερχόταν κόσμος από παντού ειδικά γι’ αυτά. Ήταν κατά μια έννοια ένας πόλος έλξης που συνέβαλε με τον τρόπο του στην αύξηση του τουρισμού της Κομοτηνής. Τουλάχιστον αυτό ισχυρί­ ζεται ο πατέρας μου. Αλλά ο πατέρας μου λέει ακόμη ότι για τα καλτσόνε του ερχόταν κόσμος κι από τη Βουλγαρία,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=