Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;

18 ΑΛΚΗ ΖΕΗ τα δεκατρία χρόνια. Σε λίγο όμως τα βλέπω να γυρί­ ζουν πίσω φωνάζοντας: – Πέθανε η γλυσίνα μας! Με πιάσανε από το χέρι και τρέξαμε ως την καγκε­ λόπορτα. Έμεινα παγωμένη. Η γλυσίνα κατάξερη – αργότερα στο χωριό μού είπανε ότι έπαθε έιτζ! Ένιω­ σα ένα σφίξιμο στην ψυχή. Κάτω από την πυκνή σκιά της καθόντανε το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής του ο Γιώργος με τον Ασαντούρ Μπαχαριάν κι αναθυμόντα­ νε τις φυλακές και τις προσφυγιές τους, μα κάνανε και σχέδια για το μέλλον: να δουλέψουν μόνο με νέους. Τώρα πάνω στο πέτρινο τραπέζι της αυλής ένας σκληρός ήλιος. Πέρυσι τέτοιο καιρό στην άκρη του τρα­ πεζιού καθότανε ο Σπύρος Τσακνιάς, που ήρθε να μας δει από το χωριό του, τις Ράχες. Τον βλέπω μπροστά μου με το καραφάκι το τσίπουρο, να κατεβάζει τα σφηνάκια αγναντεύοντας πέρα τον Παγασητικό. Είχε μια χαρά και μια γαλήνη το βλέμμα του! Έφυγε ο Σπύρος και πήρε μαζί του τη γλυσίνα. Τα μικρά κα­ ταβρέχουν με το λάστιχο το τραπέζι να δροσίσει. Πα­ ρασέρνει και την εικόνα του Σπύρου το νερό. Φαίνεται πως κάποιος αόρατος μάγος πήρε το λά­ στιχο και κατάβρεξε μέχρι να σβηστεί ό,τι πιστέψαμε, γιατί εμείς πιστέψαμε πολύ και αληθινά. Λίγες μέρες πριν φύγω για το Πήλιο έψαχνα να βρω μια φωτογραφία του Γιώργου, «εκείνη που μοιάζει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=