Πόρτο Λεόνε (Σκουριά και χρυσάφι)

10 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ Τι έλεγα... Ότι ο νους μου πάει μια από ’δώ, μια από ’κεί... Α, ναι. Και πως όλα τα έμαθα μέσα από τη δουλειά μου. Για τους ανθρώπους όμως έμαθα από τα παθήματα. Τα δικά μου και των άλλων. Εκείνης πάνω απ’ όλα. Για την αγάπη δεν έμαθα. Κάθε φορά είχε άλλο πρόσωπο, πάντα την μπέρδευα με τον σαρκικό έρωτα, νόμιζα ότι ήταν αυτή, αλλά όχι, λάθος. Ίσως για την αγάπη να έμαθα πρώτα πρώτα από τον Αντρίκο. Ύστερα από τα παιδιά μου. Έχει απ’ όλα η ζωή. Χαρές και λύπες μοιρασμένες. Αρκεί να ξέρεις να τις κοιτάξεις, να τις αναγνωρίσεις. Τις χαρές... Οι λύπες δεν έχουν υπο- μονή, ούτε και λεπτότητα. Έρχονται, χτυπάνε και τελειώνουν το έργο τους. Ξαφνιασμένος... Ναι, πάντα μένεις ξαφνιασμένος, για κάποιο λόγο όλοι μας νομίζουμε πως σ’ εμάς δεν μπορεί να τύχει τέτοιο κακό. Μέχρι να συμβεί. Δεν φεύγω απόψε από ’δώ, δεν θα φωνάξω γιατρό, δεν θα πάρω φάρμακα. Θα το ζήσω όλο, σταλιά σταλιά θα αδειάσω το κανάτι της ζωής μου, θα αραδιάσω τα κρίματα. Κανείς δεν με ψάχνει. Είδες... Σε κανένα δεν θα λείψω αν... Δεν πειράζει, αυτό τον δρόμο όλοι μόνοι μας τον τραβάμε. Ποιον δρόμο; Μα της αλήθειας, φυσικά. Μπορεί και να πεθάνω... Δεν πειράζει. Θα ήθελα να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Δεν ήταν... Δεν αποφασίζεις εσύ πού γεννιέσαι. Η ζωή είναι ωραία μόνο όταν αγαπάς. Κάποιον. Ή κάτι. Είναι ωραία, να την πιεις στο ποτήρι. Όπως το Ποτό μου. Το καλύτερο του κόσμου. Να το πίνεις παρέα με ένα αγαπημένο πρόσωπο. Μια γυναίκα, έναν αδελφό, μια αδελφή. Πού πήγαν όλοι, γιατί με άφησαν μόνο; Πού είναι το αγαπημένο μου κοριτσάκι, η βασίλισσα Αυγουστίνα του Βαμβακαίικου, που την αγάπησα μόλις την είδα, μια χούφτα πράγμα...

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=