Πόρτο Λεόνε (Σκουριά και χρυσάφι)

18 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ περισσότερο τούτο το πρωινό, ακόμη ανατριχιασμένο ήταν το σώ- μα της, τσουρουφλισμένη η καρδιά της. Η άλλη τη γέμισε ερωτήσεις, πού ήταν όλη τη νύχτα, πώς είχε μπλέξει, γιατί ήταν σίγουρο ότι είχε μπλέξει, ο νους της είχε πάει στο χειρότερο, αφού έξω έπεφταν πιστολιές. Την καταλάβαινε η Αυγουστίνα, είχε δίκιο, ξαναζήτησε συγγνώ- μη, την έπιασαν τα κλάματα και ήταν ειλικρινή. Την αγκάλιασε η Ευφροσύνη, δεν χρειαζόταν να ζητάει συγγνώμη, δεν θα έλεγε τί- ποτα στους άλλους. «Γιατί να είναι τόσο καλή;» στενοχωριόταν, γι’ αυτό έκλαιγε και όχι που θα μάθαιναν οι άλλοι πως είχε λείψει μια νύχτα από το σπίτι. Δεν την ενδιέφεραν οι άλλοι πια, κανείς δεν την ενδιέφερε. Της διηγήθηκε τα καθέκαστα έτσι όπως τα είχε διαμορφώσει στο μυαλό της. Είπε πως είχε ξενυχτήσει σε μια στοά κοντά στης μοδίστρας. Ότι είχε μπει να προφυλαχθεί όταν άκουσε φωνές και πυροβολισμούς και δεν τόλμησε να ξαναβγεί σαν βεβαιώθηκε ότι έληξε η φασαρία. Ότι είχε περάσει τη νύχτα σε ένα πατάρι μέσα σε μια στοά, ένα πατάρι που ήταν ανοιχτό για κάποιο λόγο, πως προ- τίμησε να φέξει για να φύγει, ήταν πολύ φοβισμένη, δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της. Ζητούσε ξανά και ξανά συγγνώμη που τους είχε αναστατώσει, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να τους μηνύσει. Και η Ευφροσύνη, πι- στεύοντας πως έτσι θα την ηρεμούσε, την ενημέρωσε πως κανείς δεν είχε μάθει τίποτα: Πώς να ειδοποιούσε τονΜάνο και τους γονείς της ή τον Αντώνη; Δεν μπορούσε, δεν είχε τρόπο, ούτε καν ο αμαξάς τους είχε φανεί το προηγούμενο βράδυ. Τα πεθερικά της δεν είχαν αντιληφθεί την απουσία της, ας μην ανησυχούσε παραπάνω η Αυ- γουστίνα, και τα παιδιά που την είχαν αναζητήσει τα είχε καθησυ- χάσει πως ήταν στο σπίτι μιας φίλης της. Η κοπέλα συνέχιζε να κλαίει σιγανά, τη νικούσε κάθε τόσο και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=