Πόρτο Λεόνε (Σκουριά και χρυσάφι)

Αθήνα, 8 Φλεβάρη 1863 Ζεμάτισε τη γλώσσα με την πρώτη γουλιά τσάι που της πρόσφερε η Ευφροσύνη. Παρά τους ενδοιασμούς που κάθε τόσο φρέναραν τα πόδια της, τελικά είχε χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού. Φεύγοντας από... εκεί... είχε παραμείνει κρυμμένη μέχρι που οι πρώτοι Αθηναίοι άρχισαν να κυκλοφορούν βιαστικοί, τρομαγμένοι. Τα μαντάτα είχαν κάνει τον γύρο της πόλης, μόνο όποιος επειγόταν για κάτι σημαντικό είχε ξεμυτίσει, οι άλλοι μέσα. Είχε χτυπήσει τη θύρα της Ευφροσύνης, της όφειλε μιαν εξήγη- ση, δεν γινόταν να την άφηνε στην αγωνία της, η γυναίκα είχε ευ- θύνη έναντι των Βαμβακάδων, ίσως και έναντι του Μάνου. Είχε φτιάξει στο μυαλό της τι θα της έλεγε και μετά θα έφευγε, θα πή- γαινε στου Αντώνη. Σε εκείνον θα ομολογούσε την αλήθεια, θα ζητούσε να μιλήσει στον πατέρα, να διαλύσουν τους αρραβώνες και θα γυρνούσε πίσω. Στη Χαλκίδα. Σπίτι. Στην οικογένειά της. Να χωθεί στη μήτρα της μάνας και να μη βγει ποτέ ξανά από εκεί. Η γυναίκα είχε κάνει τον σταυρό της όταν την είδε στο άνοιγμα της πόρτας. Την τράβηξε μέσα και έκλεισε βιαστικά. Έμοιαζε τα- λαιπωρημένη, της είπε πως δεν είχε κλείσει μάτι από την αγωνία της για εκείνη και από την ανημποριά να κάνει το οτιδήποτε. Ύστε- ρα την ανέβασε στη δική της κάμαρη, εκεί δεν θα τις άκουγαν τα πεθερικά, και ζήτησε από τη μαγείρισσα να φέρει το τσάι απάνω. Η Αυγουστίνα είχε ζεματιστεί από την πρώτη γουλιά, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε, είχε καεί περισσότερο την προηγούμενη νύχτα και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=