Πόρτο Λεόνε (Σκουριά και χρυσάφι)

16 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ Α... Ναι, ναι! Η όσφρηση, ναι, αυτή ήταν η πρώτη που την έκανε να χάσει τα λογικά της. Πιπέρι και ιδρώτας. Ύστερα ήταν και ο φόβος. Πως όλα τέλειωναν εκεί. Κι αυτή που δεν είχε προλάβει να αγαπήσει πολύ έναν άντρα έλιωνε καθώς η ανάσα του αγνώστου τής ψιθύριζε στο αυτί να μη φοβάται. Τον είχε προσκαλέσει... Αυτό θυμόταν. Ότι τον είχε προσκαλέ- σει. Δεν γνώριζε σε τι, το σώμα της όμως ήταν ξερονήσι και εκείνος ναυαγός. Τον έσωζε και την έσωζε. Το φιλί και το χάδι του της έδινε πίσω αυτό που οι άλλοι πήγαιναν να της στερήσουν. Τη ζωή, τη χαρά, την ελευθερία της. Είχε γίνει γυναίκα του μέσα σε μια παραζάλη φόβου και λαχτά- ρας για εκείνον. Ήταν ό,τι πιο ωραίο είχε νιώσει ποτέ στη σύντομη ζωή της, τίποτα δεν της ήταν άγνωστο, ο άντρας που ούτε το όνομά του γνώριζε ήταν εκείνες τις στιγμές ο πιο κοντινός, ο πιο δικός της. Και θα έμενε για πάντα έτσι. Το ξημέρωμα την είχαν πιάσει οι τύψεις. Όχι, δεν μετάνιωνε, ασφαλώς και δεν μετάνιωσε ποτέ. Φοβόταν όμως μήπως είχε αδι- κήσει τους δικούς της που της είχαν δείξει εμπιστοσύνη. Τους γονείς της, τον Αντώνη, ακόμα και την Ευφροσύνη. Τον Μάνο, όχι, καθόλου δεν τον σκέφθηκε. Είχε φύγει. Είχε φύγει αλλά δεν το θεωρούσε μεγάλη θυσία, κά- τι τη διαβεβαίωνε πως δεν θα τον έχανε, θα τον έβρισκε πάλι. Έξω από την πόρτα του γραφείου του είχε διαβάσει... Και έκανε ένα κρύο...

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=