Πολύ αργά πια

Π Ο Λ Υ Α Ρ Γ Α Π Ι Α 13 Επιστρέφοντας στο γραφείο του, σταμάτησε για να βάλει έναν καφέ, πάτησε στο μηχάνημα το κου- μπί του Americano και περίμενε να γεμίσει το κυπελλάκι. Ο καφές ήταν σχεδόν έτοιμος όταν η Σίνθια, αυτή με τα ανοιχτόχρωμα ρούχα από το λογιστήριο, μπήκε μέσα γελώντας δυνατά στο κινητό της. Στα- μάτησε με το που τον είδε και μετά από λίγο το έκλεισε. «Όλα καλά, Κάχαλ;» «Ναι» είπε. «Τέλεια. Εσύ;» «Τέλεια». Του χαμογέλασε. «Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον».   Πήρε τον καφέ του κι έφυγε προτού βάλει ζά- χαρη, προτού την αφήσει να του μιλήσει κι άλλο. Όταν έκατσε πάλι στο γραφείο του και κοίταξε στο πάνω μέρος της οθόνης, ήταν 14:54. Είχε ανοίξει ξανά το αρχείο και είχε μόλις αρχίσει να το διαβάζει, έτοιμος να κάνει από την αρχή όλες τις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν, όταν ήρθε το αφεντικό του. Το αφεντικό ήταν απ’ τον Βορρά, σίγουρα δέκα χρόνια νεότερος από κείνον, φορούσε πάντα κου- στούμια σχεδιαστών και τα Σαββατοκύριακα έπαι- ζε σκουός.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=