Πλατεία Κλαυθμώνος

12 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ Σιωπή να θαυμάζεις · να καταλαβαίνεις το γιατί σιωπούν, αλλά και πάλι να θαυμάζεις · και η ζέστη, αν και περασμένα μεσάνυχτα, αφόρητη, κι ενώ ο ιδρώτας κυλάει κρύος από τα μαλλιά στον σβέρκο και μέχρι κάτω στη ραχοκοκαλιά ποτάμι. Βγήκα και είκοσι μέτρα παρακάτω στάθηκα. Να πάω προς τα πάνω ή προς τα κάτω; Ούτε ούτε. Κάπου κοντά προς το παρόν, στα φώτα και στον δρόμο κοντά, σ’ ένα παγκάκι, στην άκρια τού ανά πάσα στιγμή έτοιμου να σηκωθεί και να φύγει περιπατητή, κάθισα. Ένα λεπτό αργότερα, στην άλλη άκρη, ίσως όχι όσο θα έπρεπε μακριά, ήρθε και πήρε θέση ένας άλλος. Πιο χαλαρός δηλαδή, όμως μαζεμένος κι αυτός, στην ίδια ηλικία μ’ εμένα, μπορεί και μεγαλύτερος, που κοί- ταζε μπροστά του, σαν να λέμε τη δουλειά του. Μέχρι που είπε κάτι. Δυο λόγια όλα κι όλα κατάφερε να αρθρώσει για την πολ- λή ζέστη αυτός –αν και Σεπτέμβριος μήνας είπε–, κι εγώ, που πολύ θα ήθελα να μάθω πώς σκόπευε να συνεχίσει και τι άλλο ακόμα θα έλεγε, δεν απάντησα. Ένας τρίτος πρόλα- βε και μίλησε, ένας ψηλός και σημαδιακά ξανθός, λεπτός και ευπαρουσίαστος κύριος, νέος, αλλά και ολοφάνερα με- γαλύτερός μας, γύρω στα είκοσι πέντε, αν όχι παραπάνω, ο οποίος στεκόταν μέχρι πριν από λίγο πίσω από τον κορμό ενός ξεραμένου αιωνόβιου πεύκου. Δεν ξέρω για πόση ώρα, και δεν γνωρίζω ούτε ισχυρίζομαι πως εκεί κρυβόταν, όμως ήταν ο κορμός του πεύκου που μας τον έκρυβε μέχρι τότε και αποκεί πίσω είχε ξεμυτίσει· με το άσπρο του πουκάμισο και μπλε κοστούμι, τόσο ατσαλάκωτος και άνετος όσο και κάτι ιδανικοί ήρωες που δεν τους επηρεάζει ο καύσωνας,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=