Πίτερ Νιμπλ: Ο κλέφτης με τα μαγικά μάτια

16 Κάθε νύχτα, ο κύριος Σέιμους έστελνε τον Πίτερ στην πόλη για να κλέψει. Και κάθε ξημέρωμα οΠίτερ επέστρε- φε στον κύριο Σέιμους μ’ έναν σάκο γεμάτο κλοπιμαία. «Σκουλήκι» –έτσι είχε αρχίσει να τον φωνάζει– «τα πήγες περίφημα. Τώρα χάσου από μπροστά μου!» Μετά, κλεί- δωνε το αγόρι στο κελάρι, αφήνοντας τον Φονιά να τον φρουρεί. ΟΠίτερ δεν είχε πρόβλημα να μένει στο κελάρι. Μιας και ήταν τυφλός δεν τον πείραζε που δεν είχε φως, και επίσης προτιμούσε να κάθεται εκεί κάτω από το να κλέβει σπίτια αθώων ανθρώπων. Άσχετα από τα λάθη που είχε κάνει (και η κλοπή είναι λάθος), ο Πίτερ παρέμενε ένα καλό παιδί που δεν του άρεσε να κλέβει. Κάθε πρωί που έπεφτε να κοιμηθεί κουλουριασμένος πάνω στο υγρό δά- πεδο του κελαριού, ονειρευόταν ότι ξεγλιστρούσε από τον Φονιά, τρύπωνε στο μεγάλο θησαυροφυλάκιο του κυρίου Σέιμους και επέστρεφε όλα τα κλεμμένα στους αρχικούς ιδιοκτήτες τους. Φανταζόταν τους κατοίκους της πόλης, γεμάτους ευγνωμοσύνη, να τον γλιτώνουν από τα χέρια του βάναυσου αφεντικού του και να τον προσκαλούν να ζήσει για πάντα σ’ ένα μεγάλο, ζεστό σπίτι, γεμάτο φαγη- τά και τραγούδια και άλλα χαρούμενα παιδιά. Με λίγα λόγια, ονειρευόταν ότι ήταν ευτυχισμένος. Όμως, αυτό ήταν μόνο ένα όνειρο, και κάθε δειλινό τον ξυπνούσαν και πάλι οι φωνές του κυρίου Σέιμους, που τον έστελνε με κλοτσιές πάλι έξω, για να περάσει άλλο ένα βράδυ ξαφρί- ζοντας τα υπάρχοντα τίμιων πολιτών. Έτσι κυλούσε η ζωή του Πίτερ Νιμπλ. Ήταν δυστυχι-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=