Πύρινη θύελλα (Οι περιπέτειες του νεαρού Σέρλοκ Χομλς)
25 χτυπημένο φρούτο ή καμιά θρυμματισμένη πίτα. Ίσως να σε δω αργότερα – ή και αύριο». Ο Μάτι τον ευχαρίστησε σιωπηλά με ένα σύντομο χα μόγελο και έφυγε τρέχοντας, σκύβοντας και γλιστρώντας ανάμεσα στο πλήθος, μέχρι που έγινε άφαντος. Ο Σέρλοκ περπάτησε λίγο κατά μήκος του δρόμου που οδηγούσε έξω από το Φάρναμ, με κατεύθυνση το σπίτι των θείων του. Κάθε φορά που τύχαινε να περνάει κάποιο κάρο, στρεφόταν προς τον οδηγό, αλλά οι περισσότεροι απέφευ γαν το βλέμμα του. Δεν το έπαιρνε προσωπικά – το έκανε αυτό αρκετό καιρό και γνώριζε πλέον ότι το ποσοστό επιτυ χίας ήταν περίπου ένα στα είκοσι κάρα. Κάποια στιγμή ένας οδηγός τον κοίταξε και του φώναξε: «Πού πας, μικρέ;». «Στο Αρχοντικό Χολμς» απάντησε φωναχτά. «Δεν προσλαμβάνουν μεροκαματιάρηδες». «Το ξέρω. Πάω… να επισκεφτώ κάποιον». «Ανέβα τότε. Περνάω έξω από την κεντρική πύλη». Αφού ο Σέρλοκ έριξε το βιολί του από το πλάι κι έπειτα ανέβηκε στο κινούμενο κάρο, προσγειώθηκε σε μια μεγά λη μαλακή μάζα από άχυρο. Αναρωτήθηκε γιατί εξακο λουθούσε να μη θέλει να αποκαλύψει πού έμενε – ίσως φοβόταν ότι οι άνθρωποι θα άλλαζαν συμπεριφορά απέ ναντί του αν μάθαιναν ότι η οικογένειά του ανήκε στους τοπικούς «κτηματίες αριστοκράτες». Σκεφτόταν πόσο ανόη το ήταν το γεγονός ότι κάτι τόσο απλό –το να έχεις κληρο νομήσει γη και ένα σπίτι από τους γονείς σου– μπορούσε να σε διαχωρίζει από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Όταν
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=