Πινόκιο, ο βασιλιάς των παρανόμων (Η ωραιότερη ιστορία που γράφτηκε ποτέ)

ΤΟ ΤΡΕΝΟ 19 «Γιούχουουου!» φώναξε ένας από αυτούς ενώ πυρο- βολούσε με δυο πιστόλια στον αέρα. «Φτάνει πια, Ταραντούλα!» γρύλισε μια κοκκινο- μάλλα. «Αρκετό πονοκέφαλο έχω». «Ε, ναι, κόφτο πια» επανέλαβε μια άλλη γυναίκα, σχεδόν απαράλλαχτη με την πρώτη, με μόνη διαφορά το χρώμα του ινδιάνικου μαντιλιού που είχε τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό της. «Νιώθω λες και κάποιος μου έχει κοπανήσει ένα μπουκάλι μπέρμπον στην κεφάλα». «Εδώ έχει αρκετό χρήμα για να γιατρέψει κάθε αρ- ρώστια, Αδελφές Μπελάδες» είπε ένας τύπος με γυα- λάκια, που στεκόταν δίπλα σε έναν ογκώδη σάκο. Από το άνοιγμά του ξεχείλιζαν χαρτονομίσματα των είκοσι και των πενήντα δολαρίων. «Και η Καταστροφή έχει κι άλλα, σωστά, Κατ;» «Αν έχω, λέει; Εννοείται, Ντοκ» επιβεβαίωσε η Κατ η Καταστροφή, καθώς πετούσε έναν άλλο σάκο προς έναν τεράστιο άντρα με πυκνή γενειάδα. «Πιάσε, Μπιγκ Μπίλι!» «Οχ!» έκανε ο Μπίλι πιάνοντας τον σάκο που έσκα- σε στη φουσκωμένη κοιλιά του. Τα χαρτονομίσματα δραπέτευσαν από το άνοιγμα του σάκου και στροβιλίστηκαν σαν ανοιχτόχρωμος πράσινος σκόρος. Την ώρα που ο Ντοκ έτρεχε βια-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=