Πινόκιο, ο βασιλιάς των παρανόμων (Η ωραιότερη ιστορία που γράφτηκε ποτέ)

ΤΟ ΤΡΕΝΟ 17 μπορούσε να το αναγνωρίσει κανείς. Ημαριονέτα σκέ- φτηκε το λεπτεπίλεπτο πόδι που το φορούσε πριν από λίγα μόλις λεπτά. «Αχ, Νεραϊδούλα μου!» Ο Πινόκιο έβαλε τα κλάμα- τα και χοντρά δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο ξύλινο πρόσωπό του. «Καημένη, καημένη Νεραϊδούλα μου! Τι θα κάνω τώρα χωρίς εσένα; Τι θα απογίνω;» Το μόνο που έλαβε ο Πινόκιο ως απάντηση ήταν ο ήχος από ένα ζευγάρι δερμάτινες μπότες στο έδαφος και το κουδούνισμα από τα σπιρούνια σε σχήμα αστε- ριού. Ο κάτοχός τους, ένας ψηλός άντρας με ατημέλη- τη όψη, που φορούσε καουμπόικο καπέλο και ήταν ζωσμένος με δυο φυσιγγιοθήκες, έβγαλε ένα μαντίλι που κάλυπτε το μισό του πρόσωπο και έφτυσε στο χώ- μα τον καπνό που μασούσε. «Λοιπόν, μάγκες» είπε «ούτε ο Άγριος Τζέικ δεν έχει καβαλήσει πιο άγριο ταύρο από τούτον εδώ! Πού στον κόρακα φτάσαμε; Αυτό το μέρος μοιάζει με την Αριζό- να όσο μοιάζω εγώ με τη βασίλισσα της Αγγλίας». Ο Πινόκιο, που περίλυπος έκλαιγε ακόμη με ανα- φιλητά, ούτε που πρόσεξε τους υπόλοιπους τύπους που πετάχτηκαν από τα παράθυρα και τις πόρτες του τρέ- νου. Έμοιαζαν όλοι τους με ληστές από την αμερικά- νικη Άγρια Δύση. Τι δουλειά είχαν στην Ιταλία;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=