Πινόκιο, ο βασιλιάς των παρανόμων (Η ωραιότερη ιστορία που γράφτηκε ποτέ)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 14 «Πολύ περίεργο». ΗΝεράιδα σήκωσε τα φρύδια και στράφηκε προς τις κλειστές γαλάζιες κουρτίνες του παραθύρου, που είχαν αρχίσει να κυματίζουν καθώς ο βόμβος μεγάλωνε. «Δεν περνά καμία σιδηροδρομική γραμμή κοντά από το σπίτι μου». Ωστόσο, ακούστηκε ένα πολύ δυνατό και οξύ σφύ- ριγμα, ίδιο με σφύριγμα ατμομηχανής, και τρόμαξε τόσο πολύ τη μαριονέτα που έπεσε προς τα πίσω σκο- ντάφτοντας σε μια σιδερένια ράγα που είχε εμφανιστεί πάνω στα κοκκινωπά πλακάκια, από τη μια ως την άλλη άκρη του σαλονιού. Στην πραγματικότητα, ήταν δύο παράλληλες μεταξύ τους ράγες, πάνω σε μια σει- ρά από απόλυτα ευθυγραμμισμένες ξύλινες τραβέρσες. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία: ήταν οι σιδηροτροχιές κάποιου τρένου. «Δεν… είναι… δυνατόν» είπε η όμορφη γυναίκα. Σαστισμένη, πλησίασε σιγά σιγά το παράθυρο και έπιασε με τα δυο της χέρια τις άκρες από τα δύο φύλλα της κουρτίνας. «Τι κάνεις;;;» ρώτησε ανήσυχος ο Πινόκιο και ση- κώθηκε μ’ ένα ξύλινο κροτάλισμα. «Φύγε αποκεί!» Ο βρόντος ήταν τώρα τόσο εκκωφαντικός, που ολό- κληρο το σπίτι έτρεμε θαρρείς και γινόταν σεισμός. Τα φλιτζάνια, τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα τραντάζο-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=