Πινόκιο, ο βασιλιάς των παρανόμων (Η ωραιότερη ιστορία που γράφτηκε ποτέ)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 22 το σκάσουμε μ’ εκείνα τα άλογα. Εκτός αν έχετε όρεξη να καταλήξετε να κρέμεστε από κανένα σκοινί!» Η συμμορία των ληστών βούτηξε τον Πινόκιο, τον έβαλε στον έναν από τους σάκους με τα κλεμμένα χρή- ματα και τότε… Τότε… «Ντιέγκο, δεν ακούς λέξη απ’ όσα σου λέω!» ΗΆλμπα πέταξε το βιβλίο και σηκώθηκε από την γκρί- ζα πολυθρόνα του γραφείου. «Όχι… εννοώ… ναι…» τραύλισε ο Ντιέγκο με τα μάτια κολλημένα στην οθόνη του Z-Pad της μητέρας του. Το έστριβε πότε από τη μία και πότε από την άλλη σαν να ήταν τιμόνι. «Όλα τα άκουσα. Ήσουν… πώς το λένε… διάβαζες το σημείο όπου το τρένο πατάει τη Νεράιδα και τέτοια». ΗΆλμπα, χωρίς να πει κουβέντα, έκανε τον γύρο του μεγάλου τραπεζιού που γέμιζε σχεδόν την αίθουσα συνεδριάσεων. «Τι κάνεις;» ρώτησε ο Ντιέγκο, χωρίς να σταματήσει να κουνάει το τάμπλετ στον αέρα. Αντί να του απαντήσει, η αδελφή του συνέχισε να πλησιάζει προς το μέρος του με σφιγμένες γροθιές.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=