Πινόκιο, ο βασιλιάς των παρανόμων (Η ωραιότερη ιστορία που γράφτηκε ποτέ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 20 στικός να μαζέψει τα σκόρπια χαρτονομίσματα, σχε- δόν σκόνταψε πάνω στον σκυφτό Πινόκιο που ακόμη έτρεμε. «Μα την πίστη μου!» αναφώνησε. «Τι είναι τούτο;» Ο Μπιγκ Μπίλι παράτησε τα λάφυρα και σήκωσε τη μαριονέτα από το ένα πόδι. «Φτάνουν τα χασομέρια!» διέταξε ο Άγριος Τζέικ, ενώ έτριβε νευρικά το αξύριστο πρόσωπό του. «Πρέπει να την κοπανήσουμε πριν σκάσει μύτη ο σερίφης. Η σύγκρουση του τρένου θα πρέπει να ακούστηκε σε τρεις κομητείες. Τι θα λέγατε να πάμε να βουτήξουμε εκείνα τα άλογα στην άλλη πλευρά της κοιλάδας και να…» ΟΤζέικ σταμάτησε να μιλάει. Έξυσε ξανά το μούσι του. Το βλέμμα του είχε κολλήσει στο ίδιο πράγμα που είχε αφήσει άφωνη και την υπόλοιπη συμμορία: εκείνο το παιδί που κρεμόταν ανάποδα από το ένα πόδι, και που έκλαιγε λες και του είχαν συντρίψει όλα του τα παιδικά όνειρα, δεν ήταν αληθινό παιδί. «Πώς γίνεται;» «Μα τις καυτερές πιπεριές! Αυτό το μυξιάρικο είναι φτιαγμένο από ξύλο!» «Θα είναι κάποιο κόλπο…» «Έχω δει κι αν έχω δει παράξενα πράγματα στην έρημο, αλλά τούτο τα ξεπερνάει όλα».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=