Πέτρινα πλοία
ΠΈΤΡΙΝΑ ΠΛΟΊΑ 13 τα μαλλιά της τούφες τούφες, σ’ αυτόν τον αέρα που σηκώθηκε χωρίς εκείνος μέχρι τώρα να τον προσέξει. «Οι λύκοι» ξαναλέει, κι έπειτα μπλέκει τα δάχτυλα του ενός χεριού στα δάχτυλα του άλλου. «Οι λύκοι», και δεν ξαναλέει τίποτα. Κάποτε του είχε πει: «Κι εσύ λύκος ήσουνα· σκυ- λί δεν έγινες· κάτι άλλο έγινες, που δεν είναι τίπο- τα απ’ τα δύο». Εξαιτίας της, του έλεγε στις καλές μέρες της: εξαιτίας της από λύκος έγινε αυτό το άλλο που ήταν καλύτερο από λύκος. Εξαιτίας της, και στις κακές: εξαιτίας της από λύκος έγινε αυτό το άλλο που ήταν χειρότερο από λύκος. Αυτός δεν ήξερε τι είχε γίνει. Του αρκούσε που από λύκος είχε γίνει κάτι, έστω ακατονόμαστο κι αξεδιάλυτο, εξαιτίας της. Και τώρα να τος, που, ό,τι κι αν είναι, δεν ξέρει τι είναι, μα τώρα το εξαιτίας της δεν του αρκεί, γιατί είναι και δίχως της. Κι άλλο φως στις άκρες· παίρνει κι ανάβει το βουνό σιγά σιγά. Σε λίγο η μέρα. Μαζεύει το σέικερ, μαζεύει τη ζάχαρη, τον καφέ, το κουτάλι, τα βάζει στη σακούλα. Της αφήνει το ποτήρι δίπλα της και σηκώνεται. Έχει έναν λόγο σκαλωμένο στον λαιμό –αντίο, ίσως · εξαιτίας σου, ίσως–, μα μόνο έναν βήχα ξερό καταφέρνει να βγάλει· αυτή τα μάτια της
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=