Πέτρινα πλοία

10 ΜΑΡΊΑ ΞΥΛΟΎΡΗ Η ζακέτα του της πάει· έχουν έναν τρόπο τα ρού- χα του ν’ αγκαλιάζουν το κορμί της μαλακά, ή έχει έναν τρόπο το κορμί της να χώνεται στα ρούχα του μαλακά· αυτά τις ωραίες μέρες, γιατί υπάρχουν βέ- βαια κι οι κακές μέρες –για την ακρίβεια, τώρα τελευταία μόνο αυτές–, όταν τα ρούχα του κρέμο- νται στο σώμα της σαν κακοφτιαγμένη κουρτίνα ή το σώμα της δεν τ’ ανέχεται, όταν την πονά το ύφα- σμα πάνω στις μελανιές ή όταν την πονάνε κάτω απ’ το δέρμα δυστυχίες άυλες, για τις οποίες δεν ξέρει πόσο αθώος είναι, ούτε πόσο ένοχος, κι έτσι όπως την κοιτάζει τώρα, γκριζαρισμένη στο φεγγα- ρόφωτο, αυτό σκέφτεται, ότι δεν είναι αθώος, πα- ρότι δεν ξέρει και τίνος εγκλήματος είναι ένοχος ακριβώς. Κάποτε θα μπορέσει να τη ρωτήσει· κάπο- τε θα μπορέσει να του πει. Ανάβει τσιγάρο. Ένα δικό του, ένα δικό της. Το δικό του καίγεται ολόκληρο σε μια ρουφηξιά, πριν το καταλάβει· το δικό της το καπνίζει η νύχτα, μένει η στάχτη να σχηματίζει μια κούρμπα γκρίζα, πέφτει έπειτα στο χώμα. Πάντα τα δέντρα με τα χέρια απλωμένα, κι απ’ τις ανοιχτές παλάμες τους να τρώνε νυχτοπούλια· σπυρί και κελάηδισμα, κέντημα στον αέρα· θροΐ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=