Πέτρινα πλοία

Καλή ήτανε η νύχτα «Άνοιξε, μωρή, τα χέρια να πιάσεις τον καφέ, δικό σου τον έφτιαξα, πιες τονα». Τα χέρια της όμως ξυ- λιασμένα κι αδέξια – χιονισμένο ακόμη το βουνό που γεμίζει τον ουρανό από πάνω τους, κατεβάζει ο αέρας παγωνιά· οπότε βγάζει τη χοντρή μάλλινη ζα- κέτα του και την περνάει στους ώμους της κι έπειτα της ακουμπάει το καλαμάκι στα χείλη. Μια γουλιά αυτή, μια γουλιά αυτός – θα βγει η νύχτα· θα βγει. «Κρύο απόψε» της λέει. Το νιώθει το κρύο πολύ η γυναίκα του από πάντα, ακόμα και το κατακαλό- καιρο, όταν ξαπλώνει το βράδυ δίπλα του να κοιμη- θεί, τα πόδια της πάγος, και τα χέρια της κρύα κι αυτά μια ζωή· «Κρύα χέρια, καλή καρδιά» λένε και γελάνε, γιατί η καρδιά της δεν είναι ακριβώς κακή, μα και καλή δεν είναι, το ξέρουνε κι οι δυο · έτσι είναι οι καρδιές των ανθρώπων.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=