Πέτρινα πλοία

14 ΜΑΡΊΑ ΞΥΛΟΎΡΗ αλλού, γιατί από έναν βήχα ξεκίνησαν όλα, άρχισε να βήχει επίμονα κι ύστερα κύλησε, που λένε, και δεν βρέθηκε τρόπος να σταματήσουν τον βήχα, το κύλισμα, και να τώρα που την αποχαιρετάει μ’ έναν βήχα. Κάνει τον γύρο άκρη άκρη μην και πατήσει το σκαμμένο χώμα. Ανοιγοκλείνει τα μάτια του στο φως, πότε πέρασε η ώρα; Κι έπειτα: εδώ ήτανε και την έβλεπε που περνούσε, τι αναρωτιέται; Ένα βή- μα, κι άλλο. Βρίσκει την καγκελόπορτα ανοιχτή –μα την είχε κλείσει, θυμάται· παράξενο–, την κλείνει, φεύγει. Κοιμάται το χωριό · ούτε κοκόρι ξύπνιο ακόμη. Μόνο ο ποταμός όλο μουρμουρίζει. Ο ποταμός, και τα παπούτσια του όπως κατεβαίνει, κάτι πάνε να του πουν. Ίσως ότι τα βήματα ούτε ξαναγίνονται μα ούτε κι αναιρούνται· ότι πια δεν γίνεται να επιστρέ- ψει κι ότι νύχτα σαν κι αυτή δεν θα ξαναϋπάρξει, πάει, τέλειωσε πια, και τέλειωσε μ’ έναν βήχα, κι αυτόν τον βήχα θα τον κουβαλάει σ’ όση ζωή τού απομένει και θα μετανιώνει που ήταν βήχας κι όχι λέξη. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, «Καλή ήτανε η νύχτα» λέει στον ποταμό · «Καλή ήτανε η νύχτα» ξαναλέει. Στην αυλόπορτα του σπιτιού τον υποδέχεται μια καρακάξα. «Πρωινή πρωινή» της λέει. Η καρακάξα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=