Πεταλούδα: Η ιστορία μου

YUSRA MARDINI 16 πάλι κανείς. Είμαι κόρη του. Και θα μάθω να κολυμπάω, είτε μου αρέσει είτε όχι. Μου φοράει φουσκωτά μπρατσάκια και με βάζει στην πισίνα μαζί με τους συνομήλικους της Σάρα. Επιπλέω στη μια άκρη της πισίνας ενώ οι άλλοι κάνουν προ- πόνηση. Οι μεγαλύτεροι κολυμβητές δεν μου δείχνουν κανένα έλεος. Περνάνε από μπροστά και με βουλιάζουν. Πολύ σύντομα μαθαίνω να τους διώχνω από μπροστά μου ή να βυθίζομαι ακό- μα πιο βαθιά ενώ εκείνοι περνάνε πάνω από το κεφάλι μου. Σιγά σιγά ο μπαμπάς ξεφουσκώνει τα μπρατσάκια, μέχρι που μαθαίνω ξανά να κολυμπάω. Εκείνο το καλοκαίρι ο θείος μου ο Γκασάν και η οικογένειά του μετακομίζουν στην Νταράγια, ένα προάστιο της Δαμασκού, οχτώ χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από το κέντρο της πόλης. Η μαμά και ο μπαμπάς αποφασίζουν να τους ακολουθήσουν. Μετακομί- ζουμε σε ένα μεγάλο σπίτι, σε έναν μακρύ ολόισιο δρόμο, που λειτουργεί ως σύνορο ανάμεσα στην Νταράγια και μια άλλη πε- ριοχή, την Αλ Μοανταμιέ, στα δυτικά. Η Σάρα κι εγώ παίρνουμε το μεγαλύτερο δωμάτιο, που βρί- σκεται στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Είναι πάντοτε πλημμυ- ρισμένο με φως. Ο εξωτερικός τοίχος είναι όλος φτιαγμένος από γυαλί. Το δωμάτιο της μαμάς και του μπαμπά είναι μικρότερο. Στο κέντρο του υπάρχει ένα τεράστιο κατάλευκο κρεβάτι αντίκα, δώρο από τη γιαγιά και τον παππού. Η Σάρα κι εγώ το καταστρέ- φουμε ζωγραφίζοντας πάνω του με τα βαφτικά της μαμάς. Ένα άλλο αγαπημένο μας παιχνίδι είναι να φτιάχνουμε στο πάτωμα έναν τεράστιο σωρό με τα ρούχα της μαμάς και να καθόμαστε πάνω του, σαν βασίλισσες στο κάστρο τους. Εγώ περνάω πολλές ώρες στο μπαλκόνι κοιτάζοντας από κάτω τον πολυσύχναστο δρόμο ή χαζεύοντας, πάνω από τις στέγες, τους μυτερούς μινα- ρέδες από τα πολλά τζαμιά της περιοχής.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=