Πες μου ποιος είναι ο εχθρός

Μ Ι Χ Α Λ Η Σ Κ Α Σ Τ Ρ Ι Ν Ο Σ 20 Τώρα πια πότιζε πάντα νύχτα, χωρίς να φοβάται ότι θα ψάχνει τη διαρροή με τον φακό. Δεν ήταν που έκα- νε καλό στα δέντρα, που εξοικονομούσε και νερό. Ήταν για να κάνει ό,τι έκανε τώρα. Να σταθεί στην κορυφή του λόφου, να κοιτάξει το χωράφι του, να αφουγκραστεί τη νύχτα. Και μικρός το ίδιο έκανε. Στηνότανε στο αλώνι του Σταματογιώργη στην απέναντι πλαγιά και ρέμβαζε. Τώρα βέβαια δεν υπήρχε ούτε αλώνι ούτε Σταματογιώργης, η νύχτα όμως δεν τον πρόδωσε, ήταν πάντα εκεί. Άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά σιγά σιγά. Πέρασε τον αγροτικό δρόμο και συνέχισε προς τον ξεροπόταμο, προς το περιβόλι. Καιρός ήταν να δοκιμάσει από τα κηπευτικά του. Άναψε τον φακό, έψαξε λίγο και διάλε- ξε μια ντομάτα που βιάστηκε, φαίνεται, να ωριμάσει. Την ξέπλυνε με νερό από το παγούρι του, προχώρησε λίγο και στάθηκε στην όχθη να τη γευτεί. Η κοίτη άσπρι- ζε στο φως του φεγγαριού και θυμήθηκε ότι ακριβώς εκεί, ένα βράδυ που βοηθούσε τον πατέρα του στο πό- τισμα, πήρε το πρώτο του φιλί από τη Μαρία, την κόρη του Σταματογιώργη, που πότιζε απέναντι. Ήταν δεν ήταν δεκαεξάρης τότε. Δεν θυμότανε να το έχει διηγηθεί ποτέ στη γυναίκα του. Αλλά μήπως κι αυτός δεν το ’χε ξεχάσει τελείως τόσα χρόνια; Χάζεψε λίγο ακόμα και άρχισε να σιγοτραγουδάει ένα νανούρισμα της γιαγιάς

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=