Περί ηρώων και τάφων

Ε Ρ Ν Ε Σ Τ Ο Σ Α Μ Π Α Τ Ο 14 έχουν βολευτεί στις φωλιές τους, η απομακρυσμένη τσιρίδα ενός παιδιού, όλα αρχίζουν να γίνονται αισθητά με μια παράξενη βαρύτητα. Ένα μυστηριώδες γεγονός συμβαίνει εκείνες τις στιγ­ μές: νυχτώνει. Και όλα είναι διαφορετικά: τα δέντρα, τα παγκά­ κια, οι συνταξιούχοι που ανάβουν φωτιά με ξερά φύλλα, η σει­ ρήνα ενός πλοίου στη Δάρσενα Σουρ, ο μακρινός απόηχος της πόλης. Εκείνη είναι η ώρα που όλα εισέρχονται σε μια πιο βαθιά κι αινιγματική ύπαρξη. Μια ώρα φοβερή για τα μοναχικά όντα που εκείνη την ώρα παραμένουν σιωπηλά και σκεφτικά στα παγκάκια, στις πλατείες και στα πάρκα του Μπουένος Άιρες. Ο Μαρτίν μάζεψε ένα πεταμένο κομμάτι εφημερίδα, ένα κομμάτι στο σχήμα μιας χώρας: μιας ανύπαρκτης αλλά πιθανής χώρας. Διάβασε μηχανικά τα λόγια που αναφέρονταν στο Σουέζ, σ’ εμπόρους που οδηγούνταν στη φυλακή της Βίγια Ντεβότο, σε κάτι που είπε ο Γκεοργκίου φτάνοντας. Από την άλλη μεριά, λεκιασμένη από τη λάσπη, διακρινόταν μια φωτογραφία: Ο ΠΕ­ ΡΟΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ ΤΟΘΕΑΤΡΟΝΤΙΣΕΠΟΛΟ. Πιο κάτω, ένας πρώην αγωνιστής σκότωνε τη γυναίκα του και άλλα τέσσερα άτομα με τσεκουριές. Πέταξε την εφημερίδα. «Σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει κάτι» θα έλεγε στονΜπρούνο, χρόνια αργότερα, «παρόλο που η πανούκλα αποδεκατίζει μια ολόκληρη περιοχή στην Ινδία». Έβλεπε ξανά το φτιασιδωμένο πρόσωπο της μητέρας του να λέει «υπάρχεις γιατί ήμουν απρόσεκτη». Κουράγιο, ναι, κύριε, κουράγιο ήταν αυτό που της είχε λείψει. Γιατί αλλιώς θα είχε καταλήξει στον υπόνομο. Μητέρα-υπόνομος. «Όταν ξαφνικά» είπε οΜαρτίν «είχα την αίσθηση πως κάποιος βρισκόταν πίσω μου και με κοίταζε. Για μερικές στιγμές παρέμεινε ακίνητος, μ’ εκείνη την όλο ένταση και αναμονή ακινησία, όταν μέσα στο σκοτάδι του υπνο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=