Περί ηρώων και τάφων

13 Ι Ένα Σάββατο του Μαΐου του 1953, δύο χρόνια πριν από τα γεγο­ νότα στο Μπαράκας, ένας ψηλός και καμπουριαστός νεαρός περπατούσε σ’ ένα δρομάκι του πάρκου Λεσάμα. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι, κοντά στο άγαλμα της Σέρες, της Ρωμαίας Δήμητρας κι απόμεινε εκεί ακίνητος, παραδομένος στις σκέψεις του. «Σαν μια ακυβέρνητη βάρκα σε μεγάλη λίμνη, ήρεμη φαινομενικά αλλά ταραγμένη από βαθιά ρεύματα» σκέ­ φτηκε ο Μπρούνο, όταν μετά τον θάνατο της Αλεχάντρα ο Μαρ­ τίν του διηγήθηκε, συγκεχυμένα και αποσπασματικά, ορισμένα από τα επεισόδια που συνδέονταν μ’ εκείνη τη σχέση. Και όχι μόνο τον σκεφτόταν αλλά και τον καταλάβαινε –και με ποιον τρόπο!– μιας κι εκείνος ο δεκαεφτάχρονος Μαρτίν του θύμιζε το ίδιο το παρελθόν του, τον απόμακρο Μπρούνο που μερικές φορές διέκρινε μέσα από το ομιχλώδες τοπίο των τριάντα του χρόνων, τοπίο εμπλουτισμένο και ερειπωμένο από τον έρωτα, την απογοήτευση και τον θάνατο. Τον φανταζόταν μελαγχολικό σ’ εκείνο το παλιό πάρκο, με το φως του δειλινού να αργοπορεί πάνω στα λιτά αγάλματα, πάνω στα σκεφτικά μπρούντζινα λιο­ ντάρια, πάνω στα δρομάκια τα ελαφρά σκεπασμένα με μαραμέ­ να φύλλα. Εκείνη την ώρα που αρχίζουν ν’ ακούγονται τα μουρ­ μουρητά, όταν οι μεγάλοι θόρυβοι υποχωρούν αργά αργά, όπως σβήνουν οι υπερβολικά δυνατές συζητήσεις στο δωμάτιο ενός ετοιμοθάνατου · και τότε, ο ψίθυρος της κρήνης, τα βήματα ενός άντρα που απομακρύνεται, το τιτίβισμα των πουλιών που δεν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=