Perfect day
11 Η Ανν πεθαίνει μια Πέμπτη, η ζωή της τελειώνει με τον πιο αξιοθρήνητο τρόπο. Είναι πεσμένη ανάσκελα με τα πόδια τε ντωμένα και πιέζει τρέμοντας τα χέρια της στην πληγή που χάσκει στο στέρνο της. Οι άντρες πήραν μαζί τους την καρδιά της · την έβγαλαν από το σώμα της και την πήραν μαζί τους έτσι απλά. Θέλει να ουρλιάξει, μα είναι αδύνατον, απ’ το λαρύγγι της βγαίνουν άλλοι ήχοι, πνίγεται, κλαψουρίζει. Συγχρόνως βλέ πει λάμψεις μπροστά στα μάτια της, και όλο αυτό είναι κουρα στικό, αβάσταχτα κουραστικό, κι εύχεται να τελείωναν όλα, δεν αντέχει άλλο. Αφήνεται λοιπόν, αφήνεται να πέσει, κλείνει τα μάτια, είναι έτοιμη. Πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα είναι όλα καλύτερα. Εκεί ο ήλιος λάμπει και ο ουρανός είναι γαλανός, κι εκείνη κάθεται στους ώμους του πατέρα της και κουνάει τα χέρια στον αέρα σαν να πετάει. Είναι επτά χρονών και ο μπα μπάς τη φωνάζει «σκαθαράκι» του. Την κρατάει σφιχτά από τα πόδια, κι εκείνη είναι ασφαλής, δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τίποτα, ποτέ πια. Ώστε έτσι είναι, σκέφτεται. Έτσι είναι ο θάνατος. Και μπορεί να συμβεί τόσο ξαφνικά. Λίγη ώρα νωρίτερα, αυτή η Πέμπτη ήταν απλώς μια Πέμπτη. Περίμεναν το βραδινό τους, είχαν παραγγείλει πίτσα από το Casa Mamma. Ο μπαμπάς είχε βάλει μουσική, έναν δίσκο του Λου Ριντ από τη δεκαετία του ’70, όταν η Ανν ήταν ακόμη αγέννητη κι εκείνος ένας ανόητος, παρορμητικός νέος. Όποτε της έλεγε τέτοια πράγματα, η Ανν χαμογελούσε. Η εικόνα τής φαινόταν τελείως αλλόκοτη: Ο μπαμπάς ανόητος; Αδύνατον!
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=