Perfect day

R O M Y H A U S M A N N 20 φτιάχνει μπέργκερ στην κουζίνα, κι εγώ, που τη βοηθάω, επειδή έτσι κι αλλιώς κανένας δεν περνάει από το ντράιβ-θρου, για το οποίο είμαι υπεύθυνη. Πράγμα απολύτως λογικό, δεδομένου ότι είναι παραμονή Χριστουγέννων. «Ανν; Είσαι καλά; Δεν μιλάς καθόλου σήμερα». Η γλυκιά, καλόψυχη, απλοϊκή Μισέλ. Πόσο ανήσυχη ακούγεται. Είναι σα­ ρανταπεντάρα, έχει ξανθά –ή μάλλον κιτρινιάρικα– μαλλιά και είναι μονίμως βαριά μακιγιαρισμένη, πράγμα που στην αρχή της βάρδιας τής κόβει τουλάχιστον μια πενταετία, αλλά αργότερα, όταν το μέικ απ σβολιάζει στις ρυτίδες της, έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. «Ναι, φυσικά, μια χαρά» λέω εγώ, ανακατεύοντας άνευ λό­ γου τις κομμένες ντομάτες στο δοχείο. Η Μισέλ μου δίνει μια ενθαρρυντική τσιμπιά στα πλευρά. «Κι εμένα μου φαίνονται καταθλιπτικά τα Χριστούγεννα, αν αυτό είναι που σου φταίει. Επί τρεις ολόκληρες μέρες οι πάντες προσποιούνται πως ο κόσμος είναι σε τάξη, αγάπη-ειρήνη-φω­ τάκια. Ναι, καλά». Η Μισέλ μεγαλώνει μόνη της δύο έφηβους γιους και μια ενήλικη κόρη. Η κόρη της έχει πάψει προ πολλού να γιορτάζει μαζί τους τα Χριστούγεννα, ενώ φέτος η Μισέλ δεν θα έχει ούτε τους μικρούς κοντά της, γιατί είναι με τον πατέρα τους. «Και η δική σου;» Εννοεί την κόρη μου. Επειδή δεν μου κατέβαινε τίποτα κα­ λύτερο έτσι πρόχειρα, την ονόμασα Νταϊάνα, από τη ρωμαϊκή θεά του κυνηγιού – και όχι από τη μακαρίτισσα πριγκίπισσα της Αγγλίας, όπως νομίζει η Μισέλ. Αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει καμιά σημασία πώς λέγεται η κόρη μου. Μου προέκυ­ ψε όταν ήμουν μόλις δεκαοκτώ χρονών, ανέμελη και αφελής, μία από κείνες τις νεαρές, ανόητες κοπελίτσες που αδυνατούν να προσέξουν. Και τώρα είμαι είκοσι τεσσάρων και πρέπει να βγάζω χρήματα για εκείνη, όπως όλοι εδώ στο Big Murphy’s

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=