Πέρα δώθε
1 Χειμώνας του 1846 κι έβρεχε δυνατά εκείνη την ώρα. Ξαφνικά άνοιξαν οι ουρανοί και ποταμηδόν έτρεχε το νερό στα δρομάκια της Ερμούπολης. Μέσα σε λίγα λεπτά το κα θαρό νερό της βροχής γινόταν λάσπη, καθώς κυλούσε στους σκονισμένους αρμούς απ’ τα λιθόστρωτα, τα οποία γέμιζαν εδώ κι εκεί με νερολακκούβες. Μια νέα γυναίκα που βρέ θηκε καταμεσής του δρόμου προσπάθησε να ανοίξει το ομπρελίνο της – αυτό όμως γύρισε ανάποδα και την άφησε στο έλεος της ανεμοβροχιάς. Έριξε μια ματιά γύρω της και φάνηκε να λογαριάζει στα γρήγορα ότι οι εξώστες των σπι τιών μικρή προστασία θα μπορούσαν να της προσφέρουν. Με ταχύ βήμα συνέχισε λοιπόν τον δρόμο για το σπίτι της. Από το ένα της χέρι κρεμόταν μια τσάντα και ταυτόχρονα με τα ακροδάχτυλά της είχε ανασηκώσει τα ρούχα της να μη λασπωθούν, ενώ με το άλλο χέρι κρατούσε το χαλασμέ νο πια ομπρελίνο. Μούσκεμα, με τα νερά να έχουν διαπεράσει ρούχα και
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=