Πέπλο σιωπής

Π Ε Π Λ Ο Σ Ι Ω Π Η Σ 11 πορτοφόλι, ξεφύσηξε ανακουφισμένος όταν βρήκε ένα εικοσά- λιρο, και το έδωσε στην κοπέλα. «Κράτα…» Τα πνευμόνια του τον πρόδιδαν. Εισέπνευσε όσο περισσότερο αέρα μπορούσε. «Κράτα τα ρέστα». Ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπό της κι ύστερα έσβησε από ανησυχία. «Είστε άρρωστος;» ρώτησε. «Χρειάζεστε γιατρό;» Ο Ρέιμοντ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, δεν τον έπαιρνε να χαραμίσει ούτε μια ανάσα. Πήρε το ποτήρι του και κατευ- θύνθηκε προς το πιο μακρινό τραπέζι, μα κοντοστάθηκε καθ’ οδόν για να του περάσει η ζαλάδα που τον έπιασε. Σήκωσε το ποτήρι και μύρισε τη ζεστή γήινη τύρφη, τη γλυκιά καραμέλα, τα μπαχαρικά. Ένιωσε τον λαιμό του να καίει – η επίγευση του γλυκάνισου. Όπως καθόταν και σιγόπινε το ουίσκι του, ένιωσε έναν πόνο· ένα σφίξιμο στο αριστερό του μπράτσο, που ανέβηκε στον ώμο και έφτασε ως τον σβέρκο του. Κι ύστερα ένα σφυροκόπημα στο κρανίο του. Κρατήθηκε από την άκρη του τραπεζιού. Όχι εδώ. Όχι εδώ. Κατέβασε το υπόλοιπο ουίσκι μονοκοπανιά, έβηξε και κοί- ταξε έκπληκτος τα αστέρια που σχηματίζονταν μπροστά στα μάτια του. Η κοπέλα πλησίασε. «Κύριε; Να φωνάξω έναν γιατρό;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, σηκώθηκε και πήγε προς την έξοδο, πιο πολύ τον βοηθούσε η ορμή του παρά τα πόδια του. Όταν βρέθηκε έξω, τράβηξε προς το μονοπάτι δίπλα στο ποτάμι. Εδώ; Όχι, είναι πολύ κοντά στην παμπ και στα σπίτια. Σχεδόν ένα χιλιόμετρο πιο πέρα, μετά τον ιστιοπλοϊκό όμιλο, τα κτίρια λιγόστευαν, στην όχθη του ποταμού έβλεπες μόνο χορτάρι και δέντρα. Είχε διασχίσει το μονοπάτι πολλές φορές, αφήνοντας

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=