Πέπλο σιωπής (Pocket)

[ 16 ] 2 Η Ρία Καρλάιλ καθόταν στις σκάλες, κοιτάζοντας τις μαύρες πλα­ στικές σακούλες: η ζωή ενός άντρα μαζεμένη, έτοιμη να την πετάξουν. Είχε να δει τον θείο της είκοσι οχτώ χρόνια, και θυμόταν την περίσταση καλύτερα απ’ ό,τι τον ίδιο. Μια κηδεία, όταν ήταν έξι χρονών, σε μια κρύα εκκλησία κάπου. Οκόσμος ψιθύριζε, ρωτώντας γιατί στο καλό η μάνα της είχε φέρει ένα παιδί σε κηδεία. Η μπέιμπι σίτερ δεν είχε έρθει και η μητέρα της είχε τρίψει το πρόσωπο της Ρία με σάλιο και χαρτομάντιλο, της είχε φορέσει το καλό φόρεμα του κατηχητικού και την τραβολόγησε στο αυτοκίνητο. Ο θείος είχε παραμείνει αμίλητος και ακίνητος καθ’όλη τη διάρ­ κεια της κηδείας, χαμογελούσε και αντάλλασσε χειραψίες με ανθρώ­ πους που φαίνονταν να του είναι τόσο ξένοι, όσο ήταν και στη Ρία. Η μητέρα της τον αγκάλιασε. «Αχ, Ρέιμοντ, λυπάμαι πολύ» είπε. Τα χέρια του παρέμειναν στα πλευρά του, η πλάτη του ίσια, άκα­ μπτη. «Ευχαριστώ που ήρθες, Άιντα» είπε. Την ώρα που έθαβαν τη γυναίκα του, ο θείος Ρέιμοντ είχε σκου­ πίσει το μάτι του με το ένα δάχτυλο. Αλλά δεν υπήρχε δάκρυ. Παρό­ λο που η Ρία μπορούσε να ανακαλέσει μόνο αμυδρά το πρόσωπό του, θυμόταν καθαρά πόσο ανόητο της είχε φανεί να τον βλέπει να σκουπίζει ένα ανύπαρκτο δάκρυ. Ρώτησε σχετικά τη μητέρα της όταν γύριζαν σπίτι με το Mini Metro τους.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=