Πέπλο σιωπής (Pocket)
[ 14 ] σχίσει το μονοπάτι πολλές φορές, αφήνοντας την ησυχία να τον τυλίξει σαν σάβανο, την ηρεμία να ποτίσει το δέρμα του. Άλλο ένα κύμα πόνου, ξεκινούσε από το χέρι του και έφτανε στο μυαλό του, πιο έντονο από πριν. Προχώρα. Για όνομα του Θεού, προχώρα. Τα πόδια του υπάκουσαν. Ο χρόνος παραμορφωνόταν και γέμι ζε ρωγμές. Το γκρίζο γινόταν πράσινο. Ο πολιτισμός χάθηκε στο βάθος, έμεινε μόνο τοανώμαλο έδαφος και τοσφύριγμα τουανέμου ανάμεσα στα φύλλα. Μια γυναίκα κι ένα σκυλί. Το σκυλί τον μύρισε προσπερνώντας και κλαψούρισε, μύρισε τον θάνατο πάνω του. Τον δικό του θάνατο και τον θάνατο των άλλων. Ένας ποδηλάτης, ντυμένος με λίκρα και με κράνος στο κεφάλι, γλίστρησε στην προσπάθειά του να αποφύγει τη σύγκρουση. «Να πάρει ο διάολος, κοίτα μπροστά σου» του φώναξε και έφυ γε ποδηλατώντας. Ο Ρέιμοντ δεν απάντησε. Βγήκε από το χαλικόστρωτο μονοπάτι, πλησίασε στο γρασίδι και τα αγριόχορτα στην όχθη. Τα παπούτσια του βούλιαξαν στο υγρό έδαφος, τα πόδια του πάγωσαν, το κρύο τα περόνιαζε. Το ποτάμι κυλούσε μπροστά του, φουσκωμένο απ’ τη βροχή. «Θεέ μου, ας γίνει τώρα» είπε ο Ρέιμοντ. Η ματαιότητα της προσευχής του τον έκανε να γελάσει. Εκείνος κι ο Θεός είχαν χωρίσει τα τσανάκια τους πολλά χρόνια πριν. Έχωσε το χέρι του στην τσέπη, οι άκρες των δαχτύλων είχαν αρχίσει κιόλας να μουδιάζουν. Τα κλειδιά σκάλωσαν σε μια κλωστή. Τράβηξε πιο δυνατά και τα ελευθέρωσε. Χρειάστηκε όση δύναμη του είχε απομείνει για να τα πετάξει τρία μέτρα μακριά. Έπεσαν στο
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=