Πέπλο σιωπής (Pocket)

[ 13 ] γιξε κάτι δερμάτινο στον γοφό του. Άνοιξε το πορτοφόλι, ξεφύση­ ξε ανακουφισμένος όταν βρήκε ένα εικοσάλιρο, και το έδωσε στην κοπέλα. «Κράτα…» Τα πνευμόνια του τον πρόδιδαν. Εισέπνευσε όσο περισσότερο αέρα μπορούσε. «Κράτα τα ρέστα». Ένα χαμόγελοάστραψε στοπρόσωπό της κι ύστερα έσβησε από ανησυχία. «Είστε άρρωστος;» ρώτησε. «Χρειάζεστε γιατρό;» Ο Ρέιμοντ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, δεν τον έπαιρνε να χαραμίσει ούτε μια ανάσα. Πήρε το ποτήρι του και κατευθύνθηκε προς το πιο μακρινό τραπέζι, μα κοντοστάθηκε καθ’οδόν για να του περάσει η ζαλάδα που τον έπιασε. Σήκωσε το ποτήρι και μύρισε τη ζεστή γήινη τύρφη, τη γλυκιά καραμέλα, τα μπαχαρικά. Ένιωσε τον λαιμό του να καίει – η επίγευση του γλυκάνισου. Όπως καθόταν και σιγόπινε το ουίσκι του, ένιωσε έναν πόνο· ένα σφίξιμο στο αριστερό του μπράτσο, που ανέβηκε στον ώμο και έφτασεως τον σβέρκο του. Κι ύστερα ένασφυροκόπημαστο κρανίο του. Κρατήθηκε από την άκρη του τραπεζιού. Όχι εδώ. Όχι εδώ. Κατέβασε το υπόλοιπο ουίσκι μονοκοπανιά, έβηξε και κοίταξε έκπληκτος τα αστέρια που σχηματίζονταν μπροστά στα μάτια του. Η κοπέλα πλησίασε. «Κύριε; Να φωνάξω έναν γιατρό;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, σηκώθηκε και πήγε προς την έξοδο, πιο πολύ τον βοηθούσε η ορμή του παρά τα πόδια του. Όταν βρέθηκε έξω, τράβηξε προς το μονοπάτι δίπλα στο ποτάμι. Εδώ; Όχι, είναι πολύ κοντά στην παμπ και στα σπίτια. Σχεδόν ένα χι­ λιόμετρο πιο πέρα, μετά τον ιστιοπλοϊκό όμιλο, τα κτίρια λιγόστευαν, στην όχθη του ποταμού έβλεπες μόνο χορτάρι και δέντρα. Είχε δια

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=