Πέντε συν τρία

A R N E D A H L 20 παχύ, ανάκατο τρίχωμα. Το ίδιο ήταν και το υπόλοιπο κορμί, ογκώδες, τριχωτό ολάκερο κατά κάποιον τρόπο, αλλά από αυ­ τή την αρκτόμορφη σιλουέτα πρόβαλλε ένα κάτασπρο πρόσω­ πο, ένα κεφάλι με βλέμμα τρελό, μ’ ένα ορθάνοιχτο αλλά βουβό στόμα. Και το βούισμα εντεινόταν όλο και περισσότερο μέχρι που ο Μπέργερ κατάλαβε επιτέλους τι ήταν αυτό που έβλεπε. Το πρόσωπο ήταν του Ρόι και όλο το κορμί του ήταν καλυμ­ μένο από μέλισσες. Ο Ρόι κατευθυνόταν παραπατώντας προς την άκρη της σκε­ πής, προσπέρασε το άγκιστρο του σχοινιού με το οποίο είχε ανέβει, έκανε μερικά βαριά, παράξενα βήματα, σαν αστροναύ­ της στην επιφάνεια της Σελήνης, κατά μήκος της άκρης. Ανέβη­ κε στο μικρό στηθαίο που χώριζε την ταράτσα από την άβυσσο εκεί κάτω. Ο Μπέργερ άκουσε τον εαυτό του να φωνάζει, με τη φωνή κάποιου άλλου: «Σταμάτα, γαμώ τον διάολό μου!» Αλλά ο Ρόι απλώς συνέχισε, ανέβηκε στο στηθαίο της ταρά­ τσας, σαν να τον ωθούσε μια εντελώς άλλη δύναμη από αυτή της θέλησης. Τελικά έκανε το αναπόφευκτο βήμα στο κενό. Μετά ήταν σαν να αιωρούνταν στον αέρα. Για μια σύντομη στιγμή, που φάνηκε ατέλειωτη, μέσα σ’ ένα βουητό που άγγιζε όλο και περισσότερο τα όρια της κακοφωνίας, το κορμί του Ρόι φάνταζε να ζυγιάζεται στο άπειρο, σαν να είχε καταργηθεί εντελώς η βαρύτητα, σαν να μην υπήρχε πια πάνω ή κάτω. Και σαν να πήραν εντολή, οι μέλισσες τον άφησαν, τινάχτηκαν πά­ νω από το σώμα σαν σε αντίστροφη δίνη. Ο Μπέργερ, εκείνη τη στιγμή, κοίταξε κατάματα τον Ρόι. Αυτό που είδε ήταν ο θάνατος. Κοιτούσε απευθείας τον θάνα­ το. Κι έπειτα ο Ρόι έπεσε. Ο Μπέργερ άκουσε τον εαυτό του να βρυχιέται. Πήγε παρα­ πατώντας προς τα εκεί, ο πόνος που είχε πάψει για μερικά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=