Πέντε στάσεις

14 MAKHΣ ΤΣΙΤΑΣ πάρω γραβάτα; Όπως ψωνιζόσουν κάθε φορά, πή- γαινε ψωνίσου και τώρα». Και τη χώρισε. Μα για μια γραβάτα; Μεγάλη εντύ- πωση με έκανε. Στο μεταξύ κάθε βράδυ ερχόταν για φαγητό. Και μια μέρα λέει στη θεία μου «κάνε κάτι με την ανιψιά σου». Τον απαντάει εκείνη: «Α, με συγχωρείς, Θεό- φιλε, αυτά δεν γίνονται. Αυτή είναι δεκαεννιά χρο- νών κοριτσάκι κι εσύ τριάντα πέντε! Δεκαέξι χρόνια διαφορά! Θα με σφάξει ο πατέρας της, ήρθε εδώ το παιδί διακοπές κι εμείς θα το παντρολογάμε; Σε κα- μία περίπτωση». «Δεν θέλετε εσείς;» λέει εκείνος. «Θα το κάνω μόνος μου». Κι αρχίζει τα δρομολόγια Αθήνα – Θεσσαλονίκη για να με βλέπει. Πάντα φορτωμένος με γλυκά και λουλούδια. Κι αν δεν έβγαινε δρομολόγιο, ερχόταν αεροπορικώς. Έπαιρνε τρεις μέρες ρεπό και ερχόταν. Αλλά και όταν δεν είχε ρεπό, έπαιρνε το πρωί το αεροπλάνο, την έστηνε έξω απ’ τη Σχολή Νοσηλευ- τικής για δυο τρεις ώρες, με έβλεπε και το μεσημέ- ρι έφευγε. Ο μισθός του δεν τον έφθανε στα εισιτή- ρια – έπαιρνε προκαταβολές απ’ τη δουλειά του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=