Πέντε στάσεις

ΠΕΝΤΕ ΣΤΑΣΕΙΣ 13 ήμουνα των ταξιδιών, πουθενά δεν είχα πάει ως τό- τε, αλλά με το πες πες αρέστηκα στην ιδέα. Το σπίτι τους ήταν διώροφο. Καθόντουσαν στο κάτω και το πάνω το νοίκιαζαν σ’ αυτόν. Ήταν πολύ φίλος του θείου μου και συνάδελφός του. Δούλευαν σ’ ένα μεγάλο γραφείο ταξιδίων –στον Παπανίκα, αν έχεις ακουστά– και κάνανε δρομολόγια σε όλη την Ελλάδα. Προπαραμονή τον κάλεσαν για φαγητό – εκεί τον είδα. Απ’ την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως του γυάλισα – τα μάτια του δεν τα πήρε αποπάνω μου. Έμαθα πως είναι αρραβωνιασμένος με μια ανιψιά του αφεντικού η οποία ήταν χωρισμένη με ένα αγο- ράκι δεκαπέντε χρονών και ευκατάστατη. Είχε δρο- μολόγιο για Κέρκυρα και την πήρε μαζί του την άλλη μέρα πρωί πρωί κι έφυγαν. Τρεις μέρες μετά γύρισαν χωρισμένοι. Δεν πολυ- κατάλαβα τον λόγο. Για μια γραβάτα – έτσι μας είπε. Όταν έφτασαν στο νησί είδε αυτός πως είχε ξεχάσει τη γραβάτα του κι επειδή θα ήταν όλοι με επίσημο ένδυμα στο ρεβεγιόν, την είπε να πάει στην αγορά να πάρει μία. Κι εκείνη του απάντησε: «Εγώ θα σε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=